ἀμετακίνητος: Difference between revisions

From LSJ

Τί ἐστι θάνατος; Αἰώνιος ὕπνος, ἀνάλυσις σώματος, ταλαιπωρούντων ἐπιθυμία, πνεύματος ἀπόστασις, πλουσίων φόβος, πενήτων ἐπιθυμία, λύσις μελῶν, φυγὴ καὶ ἀπόκτησις βίου, ὕπνου πατήρ, ἀληθινὴ προθεσμία, ἀπόλυσις πάντων. → What is Death? Everlasting sleep, the dissolution of the body, the desire of those who suffer, the departure of the spirit, the fear of rich men, the desire of paupers, the undoing of the limbs, flight from life and the loss of its possession, the father of sleep, an appointed day sure to be met, the breakup of all things.

Source
(T22)
(3)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=([[μετακινέω]]), [[not]] to be moved from its [[place]], [[unmoved]]; [[metaphorically]], [[firmly]] [[persistent]] (A. V. unmovable): [[Plato]], [[epistle]] 7, p. 843a.; [[Dionysius]] [[Halicarnassus]] 8,74; (Josephus, contra Apion 2,16, 9; 2,32, 3; 2,35, 4).)  
|txtha=([[μετακινέω]]), [[not]] to be moved from its [[place]], [[unmoved]]; [[metaphorically]], [[firmly]] [[persistent]] (A. V. unmovable): [[Plato]], [[epistle]] 7, p. 843a.; [[Dionysius]] [[Halicarnassus]] 8,74; (Josephus, contra Apion 2,16, 9; 2,32, 3; 2,35, 4).)  
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Α [[ἀμετακίνητος]], -ον)<br />αυτός που δεν μετακινείται ή δεν [[είναι]] δυνατό να αλλάξει [[θέση]], να μετακινηθεί, [[αμετατόπιστος]], [[μόνιμος]], [[σταθερός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[νωθρός]], [[δυσκίνητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «ἀμετακινήτως ἔχω», [[στέκομαι]] [[ακίνητος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀ</i>- στερ. <span style="color: red;">+</span> <i>μετακινῶ</i>].
}}
}}

Revision as of 06:19, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμετακίνητος Medium diacritics: ἀμετακίνητος Low diacritics: αμετακίνητος Capitals: ΑΜΕΤΑΚΙΝΗΤΟΣ
Transliteration A: ametakínētos Transliteration B: ametakinētos Transliteration C: ametakinitos Beta Code: a)metaki/nhtos

English (LSJ)

ον,

   A not to be moved from place to place, immovable, Pl.Ep.343a, Arist. Ph.212a15; of persons, D.H.8.74. Adv. -τως, ἔχειν stand unmoved, Arist.EN1105a33, cf. Jul.Mis.348d, al.

German (Pape)

[Seite 122] unbeweglich, unveränderlich, Plat. Ep. VII, 343 a. – Adv., -τως ἔχειν Arist. Eth. 2. 4, 3, neben βεβαίως.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμετακίνητος: -ον, ὁ μὴ μετακινούμενος ἀπὸ τόπου εἰς τόπον, ἀκίνητος, ἀμετάβλητος, Πλάτ. Ἐπιστ. 343Α, Ἀριστ. Φυσ. 4. 4, 18. - Ἐπίρρ. -τως ἔχειν = ἵστασθαι ἀκίνητον, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 2. 4, 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
immuable, immobile.
Étymologie: ἀ, μετακινέω.

Spanish (DGE)

-ον
I 1inamovible, inmutableεἰς ἀμετακίνητον, ὃ δὴ πάσχει τὰ γεγραμμένα en algo inmutable como le sucede a lo escrito Pl.Ep.343a, (ἄξων σφαίρας) ἀμετακίνητος, περὶ ἣν ἡ σφαῖρα κινεῖται καὶ στρέφεται Hero Def.78, cf. Stereom.1.9, προαίρεσις ἀρετῆς I.AI 1.8, ἡ περὶ θεοῦ πίστις I.Ap.2.169, ἡ περὶ τοῦ θεοῦ δόξα I.Ap.2.254, περίοδός τις καὶ ἀνακύκλησις ἀ. καὶ ἀμετάπιστος Ptol.Iudic.19.5, cf. tb. Sch.Od.17.57
subst., de Dios, Dion.Ar.DN M.3.916B
de pers. βέβαιός τε καὶ ἀ. ἐν τοῖς κριθεῖσι D.H.8.74, ἑδραῖοι γίνεσθε, ἀμετακίνητοι 1Ep.Cor.15.58.
2 no trasladable, no movible de su lugar ἔστι δ' ὥσπερ τὸ ἀγγεῖον τόπος μεταφορητός, οὕτως καὶ ὁ τόπος ἀγγεῖον ἀμετακίνητον así como la vasija es un lugar transportable, así también el lugar es un recipiente no trasladable Arist.Ph.212a15.
II quieto, no removido del vino ἀμετακίνητοι ... οἱ οἶνοι μένουσιν Gp.7.7.1.
III adv. -ως de manera firme, constante, inamovible βεβαίως καὶ ἀμετακινήτως ἔχων Arist.EN 1105a33, cf. Alex.Aphr.in Metaph.652.23, (γένος) ἐμμένον τοῖς κριθεῖσιν ἀμετακινήτως Iul.Mis.348d.

English (Strong)

from Α (as a negative particle) and a derivative of μετακινέω; immovable: unmovable.

English (Thayer)

(μετακινέω), not to be moved from its place, unmoved; metaphorically, firmly persistent (A. V. unmovable): Plato, epistle 7, p. 843a.; Dionysius Halicarnassus 8,74; (Josephus, contra Apion 2,16, 9; 2,32, 3; 2,35, 4).)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀμετακίνητος, -ον)
αυτός που δεν μετακινείται ή δεν είναι δυνατό να αλλάξει θέση, να μετακινηθεί, αμετατόπιστος, μόνιμος, σταθερός
νεοελλ.
νωθρός, δυσκίνητος
αρχ.
φρ. «ἀμετακινήτως ἔχω», στέκομαι ακίνητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερ. + μετακινῶ].