δίειμι: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(big3_11) |
(9) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[pasar el tiempo]], [[permanecer]] forma dud. σκοπούμενος διέσῃ τί ... εὕροις X.<i>Mem</i>.2.1.24.<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [sólo en tema de pres., a veces con valor de fut. (en aor. y perf. suplido por [[διέρχομαι]]): impf. 1<sup>a</sup> pers. sg. διήιον Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.16.6]<br /><b class="num">I</b> c. mov. en el espacio<br /><b class="num">1</b> en varias direcciones [[ir y venir]], [[extenderse por todas partes]] χλαῖναν δ' ἔχων φανὴν δίει Ar.<i>Ach</i>.845, διὰ μέσης Πελοποννήσου Plb.4.13.4, λόγος διῄει Plu.<i>Ant</i>.56.<br /><b class="num">2</b> en una sola dirección [[atravesar]], [[cruzar]] c. ac. ὃς δίεισιν ἄστεως πεδία E.<i>Fr</i>.10.78P., (τὴν χώραν) Plb.4.6.10, τὰς δυσχωρίας Plb.5.23.8, τὸν ... ποταμόν Plb.21.35.1<br /><b class="num">•</b>fig. δ. τὸν ἀίδιον καὶ θεῖον δρόμον recorro el camino eterno y divino</i> Pl.<i>Ax</i>.370e.<br /><b class="num">3</b> [[dejar pasar a través]] (τὸ ἄπειρον) τῷ μὴ πεφυκέναι διιέναι Arist.<i>Ph</i>.204<sup>a</sup>4, cf. 238<sup>b</sup>12, 14 c. giros prep. c. [[διά]]: δι' αὐτῶν (τῶν πύργων) μέσων διῇσαν Th.3.21, οὐ γὰρ δίεισι τὸ πνεῦμα δι' αὐτῶν Hp.<i>Nat.Puer</i>.24, διὰ τῶν πόρων Arist.<i>Cael</i>.307<sup>b</sup>13.<br /><b class="num">4</b> [[salir]] ἀπὸ δὲ κοιλίης ... πολλὰ διῄει μετὰ πόνου Hp.<i>Epid</i>.1.26.2, cf. 4.26, κάτω διῄει Hp.<i>Epid</i>.5.10, ἢν ... χολαὶ δὲ διΐωσι Aret.<i>CA</i> 2.4.2, c. ἔξω a la superficie</i> de las costras, Thphr.<i>CP</i> 5.9.12.<br /><b class="num">II</b> c. mov. en el tiempo [[pasar]] ἡμέρα χειμέριος δίεισιν Thphr.<i>Sign</i>.46<br /><b class="num">•</b>[[transcurrir]] de una obra de teatro τὸ [[δρᾶμα]] δ' ἂν διῄει Ar.<i>Ra</i>.920.<br /><b class="num">III</b> c. valor de fut.<br /><b class="num">1</b> [[narrar]], [[contar detalladamente]] c. ac. ἅπαντα γὰρ δίειμί σοι τὸν ἀέρα voy a describirte todo el aire</i> Ar.<i>Au</i>.1392, πάντα διΐωμεν Pl.<i>Cri</i>.47c, τὰ πράγματα ἡμῶν ... πάντα Men.<i>Sam</i>.20, πᾶσαν ἐξ ἀρχῆς τὴν ἐπίνοιαν Luc.<i>Icar</i>.3, cf. Aeschin.2.171, Philostr.<i>VA</i> 8.12, ἀλλ' ὑμῖν ὅτι ταῦτα διήιον Nonn.l.c., c. el ac. sobrentendido [[δίειμι]] μὲν οὖν τῷ λόγῳ Pl.<i>Grg</i>.505e, [[δίειμι]] βουλομένοις (lo) narraré puesto que lo queréis</i> Luc.<i>Ner</i>.1<br /><b class="num">•</b>[[referirse]], [[citar]] μίαν (τιμήν) D.20.107.<br /><b class="num">2</b> [[hablar de]], [[tratar un tema]] c. ὑπέρ: δ. ... ὑπὲρ τῶν εὐπόρων trataré sobre la defensa de los ricos</i> D.10.43. | |dgtxt=[[pasar el tiempo]], [[permanecer]] forma dud. σκοπούμενος διέσῃ τί ... εὕροις X.<i>Mem</i>.2.1.24.<br /><br /><b class="num">• Morfología:</b> [sólo en tema de pres., a veces con valor de fut. (en aor. y perf. suplido por [[διέρχομαι]]): impf. 1<sup>a</sup> pers. sg. διήιον Nonn.<i>Par.Eu.Io</i>.16.6]<br /><b class="num">I</b> c. mov. en el espacio<br /><b class="num">1</b> en varias direcciones [[ir y venir]], [[extenderse por todas partes]] χλαῖναν δ' ἔχων φανὴν δίει Ar.<i>Ach</i>.845, διὰ μέσης Πελοποννήσου Plb.4.13.4, λόγος διῄει Plu.<i>Ant</i>.56.<br /><b class="num">2</b> en una sola dirección [[atravesar]], [[cruzar]] c. ac. ὃς δίεισιν ἄστεως πεδία E.<i>Fr</i>.10.78P., (τὴν χώραν) Plb.4.6.10, τὰς δυσχωρίας Plb.5.23.8, τὸν ... ποταμόν Plb.21.35.1<br /><b class="num">•</b>fig. δ. τὸν ἀίδιον καὶ θεῖον δρόμον recorro el camino eterno y divino</i> Pl.<i>Ax</i>.370e.<br /><b class="num">3</b> [[dejar pasar a través]] (τὸ ἄπειρον) τῷ μὴ πεφυκέναι διιέναι Arist.<i>Ph</i>.204<sup>a</sup>4, cf. 238<sup>b</sup>12, 14 c. giros prep. c. [[διά]]: δι' αὐτῶν (τῶν πύργων) μέσων διῇσαν Th.3.21, οὐ γὰρ δίεισι τὸ πνεῦμα δι' αὐτῶν Hp.<i>Nat.Puer</i>.24, διὰ τῶν πόρων Arist.<i>Cael</i>.307<sup>b</sup>13.<br /><b class="num">4</b> [[salir]] ἀπὸ δὲ κοιλίης ... πολλὰ διῄει μετὰ πόνου Hp.<i>Epid</i>.1.26.2, cf. 4.26, κάτω διῄει Hp.<i>Epid</i>.5.10, ἢν ... χολαὶ δὲ διΐωσι Aret.<i>CA</i> 2.4.2, c. ἔξω a la superficie</i> de las costras, Thphr.<i>CP</i> 5.9.12.<br /><b class="num">II</b> c. mov. en el tiempo [[pasar]] ἡμέρα χειμέριος δίεισιν Thphr.<i>Sign</i>.46<br /><b class="num">•</b>[[transcurrir]] de una obra de teatro τὸ [[δρᾶμα]] δ' ἂν διῄει Ar.<i>Ra</i>.920.<br /><b class="num">III</b> c. valor de fut.<br /><b class="num">1</b> [[narrar]], [[contar detalladamente]] c. ac. ἅπαντα γὰρ δίειμί σοι τὸν ἀέρα voy a describirte todo el aire</i> Ar.<i>Au</i>.1392, πάντα διΐωμεν Pl.<i>Cri</i>.47c, τὰ πράγματα ἡμῶν ... πάντα Men.<i>Sam</i>.20, πᾶσαν ἐξ ἀρχῆς τὴν ἐπίνοιαν Luc.<i>Icar</i>.3, cf. Aeschin.2.171, Philostr.<i>VA</i> 8.12, ἀλλ' ὑμῖν ὅτι ταῦτα διήιον Nonn.l.c., c. el ac. sobrentendido [[δίειμι]] μὲν οὖν τῷ λόγῳ Pl.<i>Grg</i>.505e, [[δίειμι]] βουλομένοις (lo) narraré puesto que lo queréis</i> Luc.<i>Ner</i>.1<br /><b class="num">•</b>[[referirse]], [[citar]] μίαν (τιμήν) D.20.107.<br /><b class="num">2</b> [[hablar de]], [[tratar un tema]] c. ὑπέρ: δ. ... ὑπὲρ τῶν εὐπόρων trataré sobre la defensa de los ricos</i> D.10.43. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δίειμι]] (Α) [[είμι]]<br /><b>1.</b> περιφέρομαι εδώ κι [[εκεί]]<br /><b>2.</b> [[περνώ]] [[μέσα]] από [[κάτι]], [[διέρχομαι]]<br /><b>3.</b> [[διαφεύγω]]<br /><b>4.</b> [[παρέρχομαι]], [[περνώ]] («[[ἡμέρα]] [[χειμέριος]] δίεισιν», Θεόφραστος)<br /><b>5.</b> (για [[φήμη]]) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι<br /><b>6.</b> [[διέρχομαι]], [[διασχίζω]] («ἅπαντα γὰρ δίειμί σοι τὸν ἀέρα», <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>7.</b> [[διηγούμαι]], [[περιγράφω]], [[εξετάζω]] ένα [[θέμα]] γραπτά ή [[προφορικά]]<br /><b>8.</b> (για θεατρ. [[έργο]]) [[προχωρώ]] [[προοδευτικά]] («τὸ δρᾱμα δ' ἄν διῂει», <b>Αριστοφ.</b>). | |||
}} | }} |
Revision as of 06:36, 29 September 2017
English (LSJ)
serving as fut. to διέρχομαι, impf. διῄειν: fut.
A διείσομαι Nic. Th.494, 837, cf. Hsch.:—go to and fro, roam about, Ar.Ach.845; of a report, spread, λόγος διῄει Plu.Ant.56. 2 pass through. δι' αὐτῶν μέσων Th.3.21; get through, escape, διὰ τῶν πόρων Arist.Cael. 307b13; ἔξω Thphr.CP5.9.12: abs., Arist.Ph.204a4. 3 pass, ἡμέρα χειμέριος δίεισιν Thphr.Sign.46; proceed, of a play, Ar.Ra.920. II c. acc., go through, traverse, Id.Av.1392: c. acc. cogn., δ. τὸν θεῖον δρόμον Pl.Ax.370e. b go through a subject in speaking or writing, narrate, describe, discuss, Id.Cri.47c; δ. τῷ λόγῳ Id.Grg.505e, cf. Nic. Il. cc., Luc.Icar.3.
German (Pape)
[Seite 617] (s. εἰμί) fortwährend sein, VLL.; sonst nur διέσει σκοπούμενος Xen. Mem. 2, 1, 24, wo man διοίσει ändern will. (s. εἶμι), 1) hindurchgehen; τὸν δρόμον Plat. Ax. 370 e; δι' αὐτῶν μέσων Thuc. 4, 78; absolut, Ar. Ach. 845, d. i. vorübergehen. – 2) dah. = in Rede u. Schrift durchgehen, genau erzählen; πάντα Plat. Crit. 47 c; τῷ λόγῳ, ὡς Gorg. 505 e u. öfter; τὸν ἀέρα Ar. Av. 1392, wie Sp.; ἕκαστα διείσομαι Nic. Th. 494. 837; τοιαῦτα περί τινος, Phi ostr.
Greek (Liddell-Scott)
δίειμι: χρησιμεῦον ὡς μέλλ. τοῦ διέρχομαι, παρατ. διῇα καὶ διῄειν· μέλλ. διείσομαι Νίκ. Θ. 494, 837, πρβλ. Ἡσύχ.·- ὑπάγω ἐδῶ καὶ ἐκεῖ, περιφέρομαι, Ἀριστοφ. Ἀχ. 845· ἐπὶ φήμης, ἐξαπλοῦμαι, διαδίδομαι, λόγος διῄει Πλούτ. Ἀντ. 56. 2) διέρχομαι διὰ μέσου, ἐκφεύγω, διὰ τῶν πόρων Ἀριστ. Οὐρ. 3. 8, 14˙ ἔξω Θεόφρ. Αἰτ. Φυσ. 5. 9, 12. 3) μετ’ αἰτ., διέρχομαι, «περνῶ», τὸ ἄπειρον Ἀριστ. Φυσ. 3. 4, 14, κτλ.˙ ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτιατ., δ. τὸν θεῖον δρόμον Πλάτ. Ἀξ. 370Ε. β) διέρχομαι ὑπόθεσίν τινα ὁμιλῶν ἢ γράφων, διηγοῦμαι, περιγράφω, συζητῶ, ἐξετάζω, ὁ αὐτ. Κρίτωνι 47C, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 1392˙ ὡσαύτως, δ. τῷ λόγῳ Πλάτ. Γοργ. 506Α. - Πρβλ. διέξειμι.
French (Bailly abrégé)
1durer, continuer : διέσει σκοπούμενος XÉN tu ne cesseras d’examiner.
Étymologie: διά, εἰμί.
2f. διείσομαι, pqp. au sens d’un impf. διῄειν;
1 aller à travers : δι’ αὐτῶν μέσων THC passer au milieu d’elles (des tours) ; abs. se répandre en parl. d’un bruit, d’une rumeur;
2 fig. parcourir par la parole, expliquer ou raconter en détail, acc..
Étymologie: διά, εἶμι.
Syn. διηγέομαι.
Spanish (DGE)
pasar el tiempo, permanecer forma dud. σκοπούμενος διέσῃ τί ... εὕροις X.Mem.2.1.24.
• Morfología: [sólo en tema de pres., a veces con valor de fut. (en aor. y perf. suplido por διέρχομαι): impf. 1a pers. sg. διήιον Nonn.Par.Eu.Io.16.6]
I c. mov. en el espacio
1 en varias direcciones ir y venir, extenderse por todas partes χλαῖναν δ' ἔχων φανὴν δίει Ar.Ach.845, διὰ μέσης Πελοποννήσου Plb.4.13.4, λόγος διῄει Plu.Ant.56.
2 en una sola dirección atravesar, cruzar c. ac. ὃς δίεισιν ἄστεως πεδία E.Fr.10.78P., (τὴν χώραν) Plb.4.6.10, τὰς δυσχωρίας Plb.5.23.8, τὸν ... ποταμόν Plb.21.35.1
•fig. δ. τὸν ἀίδιον καὶ θεῖον δρόμον recorro el camino eterno y divino Pl.Ax.370e.
3 dejar pasar a través (τὸ ἄπειρον) τῷ μὴ πεφυκέναι διιέναι Arist.Ph.204a4, cf. 238b12, 14 c. giros prep. c. διά: δι' αὐτῶν (τῶν πύργων) μέσων διῇσαν Th.3.21, οὐ γὰρ δίεισι τὸ πνεῦμα δι' αὐτῶν Hp.Nat.Puer.24, διὰ τῶν πόρων Arist.Cael.307b13.
4 salir ἀπὸ δὲ κοιλίης ... πολλὰ διῄει μετὰ πόνου Hp.Epid.1.26.2, cf. 4.26, κάτω διῄει Hp.Epid.5.10, ἢν ... χολαὶ δὲ διΐωσι Aret.CA 2.4.2, c. ἔξω a la superficie de las costras, Thphr.CP 5.9.12.
II c. mov. en el tiempo pasar ἡμέρα χειμέριος δίεισιν Thphr.Sign.46
•transcurrir de una obra de teatro τὸ δρᾶμα δ' ἂν διῄει Ar.Ra.920.
III c. valor de fut.
1 narrar, contar detalladamente c. ac. ἅπαντα γὰρ δίειμί σοι τὸν ἀέρα voy a describirte todo el aire Ar.Au.1392, πάντα διΐωμεν Pl.Cri.47c, τὰ πράγματα ἡμῶν ... πάντα Men.Sam.20, πᾶσαν ἐξ ἀρχῆς τὴν ἐπίνοιαν Luc.Icar.3, cf. Aeschin.2.171, Philostr.VA 8.12, ἀλλ' ὑμῖν ὅτι ταῦτα διήιον Nonn.l.c., c. el ac. sobrentendido δίειμι μὲν οὖν τῷ λόγῳ Pl.Grg.505e, δίειμι βουλομένοις (lo) narraré puesto que lo queréis Luc.Ner.1
•referirse, citar μίαν (τιμήν) D.20.107.
2 hablar de, tratar un tema c. ὑπέρ: δ. ... ὑπὲρ τῶν εὐπόρων trataré sobre la defensa de los ricos D.10.43.
Greek Monolingual
δίειμι (Α) είμι
1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί
2. περνώ μέσα από κάτι, διέρχομαι
3. διαφεύγω
4. παρέρχομαι, περνώ («ἡμέρα χειμέριος δίεισιν», Θεόφραστος)
5. (για φήμη) εξαπλώνομαι, διαδίδομαι
6. διέρχομαι, διασχίζω («ἅπαντα γὰρ δίειμί σοι τὸν ἀέρα», Αριστοφ.)
7. διηγούμαι, περιγράφω, εξετάζω ένα θέμα γραπτά ή προφορικά
8. (για θεατρ. έργο) προχωρώ προοδευτικά («τὸ δρᾱμα δ' ἄν διῂει», Αριστοφ.).