κάρχαρος: Difference between revisions

From LSJ

ὑπὸ δὲ τῆς φιλαυτίας παρηγμένοι ἄλογα φασὶν τὰ ζῷα ἐφεξῆς τὰ ἄλλα σύμπαντα → it is self-love which leads them to say that all the other animals without exception are non-rational

Source
(Bailly1_3)
(19)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> aux dents aiguës ; κάρχαρον μειδᾶν BABR sourire en montrant des dents aiguës, <i>càd</i> d’une manière menaçante;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> aigu, acéré.<br />'''Étymologie:''' R. Χαρ, déchirer, avec redoubl. ; cf. [[χαράσσω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> aux dents aiguës ; κάρχαρον μειδᾶν BABR sourire en montrant des dents aiguës, <i>càd</i> d’une manière menaçante;<br /><b>2</b> <i>en gén.</i> aigu, acéré.<br />'''Étymologie:''' R. Χαρ, déchirer, avec redoubl. ; cf. [[χαράσσω]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κάρχαρος]], -ον, θηλ. και καρχάρα (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει κοφτερά, σουβλερά δόντια<br /><b>2.</b> (για ήχο ή λέξεις) [[σκληρός]], [[τραχύς]], [[οξύς]], [[δηκτικός]]<br /><b>3.</b> (για ήθη) [[άξεστος]], [[αγροίκος]]<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>κάρχαρον</i><br />με σκληρό τρόπο («κάρχαρόν τι μειδήσας», Βάβρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. ανάγεται σε θ. <i>khar</i>- και συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>khara</i> «[[σκληρός]], [[κοφτερός]]» και περσ. <i>x</i><i>ā</i><i>r</i>(<i>ā</i>) «[[αγκάθι]]», «[[βράχος]]». Ο τ. σχηματίζεται με εκφραστικό αναδιπλασιασμό του θ. <i>khar</i>- (<i>kharkhar</i>), που υπέστη προληπτική [[ανομοίωση]] ([[τροπή]] του πρώτου δασέος [-<i>kh</i>-] στο αντίστοιχο ψιλό [-<i>k</i>-]). Ο τ. συνδέεται [[επίσης]] με ελλ. [[κάρκαροι]]<br /><i>τραχεῖς</i>. Σύμφωνα με μια [[άλλη]] [[άποψη]], η λ. σχηματίζεται κατ' [[απόσπαση]] από την σύνθετη λ. του Ομήρου <i>καρχαρόδοντες</i>.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[καρχαρίας]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρχαρέος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> [[καρχαρόδους]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[καρχαρόδους]].
}}
}}

Revision as of 06:38, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κάρχᾰρος Medium diacritics: κάρχαρος Low diacritics: κάρχαρος Capitals: ΚΑΡΧΑΡΟΣ
Transliteration A: kárcharos Transliteration B: karcharos Transliteration C: karcharos Beta Code: ka/rxaros

English (LSJ)

ον, and α, ον Alcm.140:—

   A saw-like, jagged, so with saw-like jagged teeth, κύων Lyc.34, Luc.Luct.4, cf. Ael.NA 16.18; στόμα Opp.C.3.142; ἕρκος Id.H.1.506; ὀδόντες Philostr.Im. 2.18; δῆγμα Luc.Trag.302; κάρχαρον μειδήσας, of the wolf, Babr.94.6.    2 metaph., harsh, of sounds or language, καρχάραισι φωναῖς Alcm. l.c., cf. Luc.Hist.Conscr.43; ῥήτωρ Id.Merc.Cond.35; nickname of Thrason, Bato Sinop.3; rough, rude, [ἤθη] κ. καὶ σκολιά Plu. 2.468c.

German (Pape)

[Seite 1332] ον (wohl mit χαράσσω zusammenhangend), mit gezackten, scharfen Zähnen, auch die ὀδόντες selbst, Philostr.; στόμα Opp. C. 3, 142; ἕρκος H. 1, 506; κύων Lycophr. 34; δῆγμα Ael. H. A. 16, 8; Luc. Tragopod. 302; übertr., bissig, heftig, ἑρμηνεία σφοδρὰ καὶ κάρχαρος de conscrib. hist. 43; κάρχαρόν τι μειδήσας Babr. 94, 6; auch Beiname von Menschen, Ath. VI, 251 e.

Greek (Liddell-Scott)

κάρχᾰρος: -ον, καὶ α, ον, Ἀλκμὰν 132·―κυρίως, ὁ ἔχων τοὺς ὀδόντας ὀξεῖς, ὀξυόδους, κάρχαρος κύων, «ὁ κεχαραγμένους ἔχων τοὺς ὀδόντας, ἤτοι κεχηνότας· νῦν δὲ τὸ κῆτος» (Σχόλ.), Λυκόφρων 34, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 16. 18· στόμα Ὀππ. Κυν. 2. 142· ἕρκος ὁ αὐτ. ἐν Ἁλ. 1. 506· ὀδόντες Φιλόστρ. 841· δῆγμα Λουκ. Τραγῳδοποδ. 302· κάρχαρόν τι μειδήσας, ἐπὶ τοῦ λύκου, Βαβρ. 94. 6·―καθόλου, ὀξύς, δηκτικός, μεταφ. ἐπὶ ἐπικρίσεως, Ἀλκμὰν ἔνθ’ ἀνωτ., Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 43· ῥήτωρ ὁ αὐτ. ἐν Μισθ. Συνόντ. 35, πρβλ. Ἀθήν. 251Ε. (Ἴδε ἐν λ. κραναός).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 aux dents aiguës ; κάρχαρον μειδᾶν BABR sourire en montrant des dents aiguës, càd d’une manière menaçante;
2 en gén. aigu, acéré.
Étymologie: R. Χαρ, déchirer, avec redoubl. ; cf. χαράσσω.

Greek Monolingual

κάρχαρος, -ον, θηλ. και καρχάρα (Α)
1. αυτός που έχει κοφτερά, σουβλερά δόντια
2. (για ήχο ή λέξεις) σκληρός, τραχύς, οξύς, δηκτικός
3. (για ήθη) άξεστος, αγροίκος
4. (το ουδ. ως επίρρ.) κάρχαρον
με σκληρό τρόπο («κάρχαρόν τι μειδήσας», Βάβρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται σε θ. khar- και συνδέεται με αρχ. ινδ. khara «σκληρός, κοφτερός» και περσ. xār(ā) «αγκάθι», «βράχος». Ο τ. σχηματίζεται με εκφραστικό αναδιπλασιασμό του θ. khar- (kharkhar), που υπέστη προληπτική ανομοίωση (τροπή του πρώτου δασέος [-kh-] στο αντίστοιχο ψιλό [-k-]). Ο τ. συνδέεται επίσης με ελλ. κάρκαροι
τραχεῖς. Σύμφωνα με μια άλλη άποψη, η λ. σχηματίζεται κατ' απόσπαση από την σύνθετη λ. του Ομήρου καρχαρόδοντες.
ΠΑΡ. καρχαρίας
αρχ.
καρχαρέος.
ΣΥΝΘ. καρχαρόδους
αρχ.
καρχαρόδους.