ἄπιστος: Difference between revisions
Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖ → Modestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist
(T22) |
(5) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἄπιστον ([[πιστός]]) (from [[Homer]] [[down]]), [[without]] [[faith]] or [[trust]];<br /><b class="num">1.</b> [[unfaithful]], [[faithless]] ([[not]] to be trusted, [[perfidious]]): [[incredible]], of things: [[Xenophon]], [[Hiero]] 1,9; [[syrup]]. 4,49; Cyril 3,1, 26; [[Plato]], Phaedr. 245c.; Josephus, Antiquities 6,10, 2, etc.).<br /><b class="num">3.</b> [[unbelieving]], [[incredulous]]: of Thomas disbelieving the [[news]] of the [[resurrection]] of Jesus, [[without]] [[trust]] (in God), Luke 9:41. | |txtha=ἄπιστον ([[πιστός]]) (from [[Homer]] [[down]]), [[without]] [[faith]] or [[trust]];<br /><b class="num">1.</b> [[unfaithful]], [[faithless]] ([[not]] to be trusted, [[perfidious]]): [[incredible]], of things: [[Xenophon]], [[Hiero]] 1,9; [[syrup]]. 4,49; Cyril 3,1, 26; [[Plato]], Phaedr. 245c.; Josephus, Antiquities 6,10, 2, etc.).<br /><b class="num">3.</b> [[unbelieving]], [[incredulous]]: of Thomas disbelieving the [[news]] of the [[resurrection]] of Jesus, [[without]] [[trust]] (in God), Luke 9:41. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἄπιστος]], -ον)<br /><b>1.</b> αυτός που δεν έχει θρησκευτική [[πίστη]], που δεν πιστεύει στον θεό<br /><b>2.</b> (για μη χριστιανούς) ο [[αλλόθρησκος]]<br /><b>3.</b> ο [[αναξιόπιστος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>οι άπιστοι</i><br />οι Τούρκοι<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> όποιος προδίδει την ερωτική ή συζυγική [[πίστη]]<br /><b>2.</b> [[ετερόδοξος]] ή [[αιρετικός]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> (για [[έγγραφο]]) [[άκυρος]] ή [[πλαστός]]<br /><b>2.</b> (για [[καταγγελία]]) [[ψεύτικος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[απειθάρχητος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:56, 29 September 2017
English (LSJ)
ον, I Pass., not to be trusted, and so: 1 of persons and their acts, not trusty, faithless, ὑπερφίαλοι καὶ ἄ. Il.3.106; θεοῖσίν τ' ἐχθρὲ καὶ ἀνθρώποισιν ἄπιστε Thgn.601; ἄ. ὡς γυναικεῖον γένος E.IT1298; ἄ. ληίστορες Sammelb.4309.14 (iii B.C.); δολοπλοκίαι Thgn.226; ἄ. ποιεῖν τινά mistrusted, Hdt.8.22, cf. 9.98; τὰ ἑαυτοῦ πιστὰ ἀ. ποιεῖν X.An.2.4.7; ἄπιστος ἑταιρείας λιμήν S.Aj.683; θράσει ἀ. ἐπαιρόμενος by untrustworthy, groundless confidence, Th.1.120; shifty, unreliable, Pl.Lg.775d. 2 of reports and the like, incredible, dub. in Archil.74.5, cf. Pi.O.1.31, Hdt.3.80; τέρας A.Pr.832; ἄ. καὶ πέρα κλύειν Ar.Av.418; ἄ. ἐνόμιζον εἰ . . Ph.2.556; τὸ ἐλπίδων ἄ. undreamed of even in hope, S.Ph.868: Comp. -ότερος, λόγος Aeschin. 3.59: Sup., πίστις ἀπιστοτάτη And.1.67, cf. Pl.Ep.314b. II Act., mistrustful, incredulous, suspicious, θυμὸς δέ τοι αἰὲν ἄ. Od.14.150; ὦτα . . ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν less credulous, Hdt.1.8; ἄ. πρὸς Φίλιππον distrustful towards him, D.19.27; ἄ. εἶ . . σαυτῷ you do not believe what you say yourself, Pl.Ap.26e; ἤθη ἄ. Id.Lg.705a; τὸ ἄ., = ἀπιστία, Th.8.66; δούλοις πῶς οὐκ ἄπιστον; Gorg.Pal.11. b in NT, unbelieving, 1 Ep.Cor.6.6, al. 2 disobedient, disloyal, S.Fr. 627: c. gen., A.Th.876; ἔχειν ἄπιστον . . ἀναρχίαν πόλει, i.e. ἀναρχίαν ἔχειν ἀπειθοῦσαν τῇ πόλει, ib.1035, cf. E.IT1476. III Adv. ἀπίστως: 1 Pass., beyond belief, ἀ. ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκότα Th. 1.21; οὐκ ἀ. not incredibly, Arist.Rh.Al.1438a22,1438b2. 2 Act., distrustfully, suspiciously, Th.3.83; ἀ. τινὰ διαθεῖναι D.20.22. b treacherously, Ph.1.516.
German (Pape)
[Seite 292] 1) unzuverlässig, treulos, Il. 3, 106. 24, 63. 207; so Tragg., Pind. u. in Prosa; ἄπιστον ποιεῖν τινα, verdächtig machen, Her. 8, 22; πόλιν ἄπιστον καὶ ἄφιλον ποιεῖν Plat. Legg. IV, 705 a, daß dem Staat keiner traut; Soph. vrbdt ἄπιστος ἐλπίδων Phil. 856; ἄπιστον ταῖς πολιτείαις ἡ τυραννίς Dem. 1, 5; ἀπίστως ἔχειν, unzuverlässig sein, 2, 13; auch von Sachen, nicht glaubhaft, unwahrscheinlich, ἀπόδειξις Plat. Phaedr. 245 c; ἄπιστον μὲν ἀληθὲς δέ Theag. 130 d; ἄπιστος εἶ, du sprichst unglaubliches, Apol. 26 e; ἤθη παλίμβολα καὶ ἄπιστα, unbeständig, Plat. Legg. IV, 705 a. – 2) nicht glaubend, argwöhnisch, mißtrauisch, θυμός, Od. 14, 150. 391. 23, 72: ἀπίστους βαρβάρους ποιεῖν Ἕλλησι, daß sie den Griechen nicht trauen, Her. 9, 98. – 3) ung Ehorsam, B. A. p. 424, ὁ μὴ πειθόμενος; Aesch. τινός, Spt. 857 u. öfter; Soph. frg. 553; Eur. I. T. 1368 Hec. 1125.
Greek (Liddell-Scott)
ἄπιστος: -ον, Ι. παθ., ὃν δὲν πρέπει νὰ πιστεύσῃ τις, ἢ νὰ ἐμπιστευθῇ εἰς αὐτόν, ἑπομ. 1) ἐπὶ προσώπ. καὶ τῶν πράξεων αὐτῶν, ὁ μὴ ἀξιόπιστος, ἄπιστος, ὑπερφίαλοι καὶ ἄπ. Ἰλ. Γ. 106· θεοῖσίν τ’ ἐχθρὲ καὶ ἀνθρώποισιν ἄπιστε Θέογν. 601· ἄπ. ὡς γυναικεῖον γένος Εὐρ. Ι. Τ. 1298· δολοπλοκίαι Θέογν. 226· ἄπ. ποιεῖν τινα, ὕποπτον, Ἡρόδ. 8. 22, πρβλ. Ξεν. Ἀν. 2. 4, 7· ἄπ... ἑταιρείας λιμὴν Σοφ. Αἴ. 683, πρβλ. Φ. 867· θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος, ἀναξιόπιστον, ἀδικαιολόγητον πεποίθησιν ἔχων, Θουκ. 1. 120· ἤθη ἄπ. ἀβέβαια, ἀσταθῆ, Πλάτ. Νόμ. 705A, πρβλ. 775D: 2) ἐπὶ φήμης, καὶ τῶν ὁμοίων, ἀπίστευτος, Παρμεν. 76, Ἀρχίλ. 69, Πινδ. Ο. 1. 51, Ἡρόδ. 3. 80· τέρας Αἰσχύλ. Πρ. 832· ἄπ. καὶ πέρα κλύειν Ἀριστοφ. Ὄρν. 416· ἄπ. ἐνόμιζον εἰ..., Φίλ. 2. 556· τὸ ἐλπίδων ἄπιστον, ὅ,τι τις δὲν δύναται νὰ πιστεύσῃ ἔτι καὶ ὡς ἐλπίδα. Σοφ. Φ. 868· πίστις ἀπιστοτάτη, Ἀνδοκ. 9. 32· οὕτω παρὰ Πλάτ., κτλ. ΙΙ. ἐνεργ. ὁ μὴ πιστεύων, μὴ ἐμπιστευόμενος, δύσπιστος, φιλύποπτος, θυμός δέ τοι αἰὲν ἄπιστος Ὀδ. Ξ. 150· ὦτα… ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν, ἧττον πιστά, Ἡρόδ. 1. 8· ἄπιστος πρὸς Φίλιππον, δύσπιστος, μὴ ἔχων ἐμπιστοσύνην πρὸς αὐτόν, Δημ. 349. 15· ἄπιστος εἶ… καὶ σαυτῷ, δὲν πιστεύεις οὐδ’ ἐκεῖνα τὰ ὁποῖα σὺ λέγεις, Πλάτ. Ἀπολ. 26E· τὸ ἄπιστον = ἀπιστία, Θουκ. 8. 66. β) ἐν τῇ Καιν. Διαθ., ὁ μὴ πιστεύων, ἄπιστος, Ἐπ. π. Κορ. Α΄, Ϛ΄, 6 κ. ἀλλ. 2) ὁ μὴ ὑπακούων, παρήκοος, Σοφ. Ἀποσπ. 553· μετὰ γεν., Αἰσχύλ. Θ. 875· ἔχειν ἄπιστον… ἀναρχίαν πόλει, ὅ ἐ. ἀναρχίαν ἔχειν ἀπειθοῦσαν τῇ πόλει, αὐτόθι 1030, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1476. ΙΙΙ. ἐπίρρ. ἀπίστως. 1) παθ. κατὰ τρόπον οὐχὶ πιστευτόν, καὶ τὰ πολλὰ ὑπὸ χρόνου αὐτῶν ἀπίστως ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκότα Θουκ. 1. 21, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 31. 8. 2) ἐνεργ. ὑπόπτως Θουκ. 3. 83.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 qui n’a pas foi, défiant, incrédule ; τὸ ἄπιστον défiance, incrédulité;
2 désobéissant à, gén.;
II. 1 indigne de foi, infidèle, perfide;
2 incroyable, invraisemblable : ἀπίστους ἡδονάς EUR bonne nouvelle incroyable, inespérée.
Étymologie: ἀ, πιστός.
English (Autenrieth)
(πιστός): faithless, Il. 3.106; unbelieving, Od. 14.150.
English (Slater)
ᾰπιστος
a unbelievable ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι τὸ πολλάκις (O. 1.31) ἐμοὶ δὲ θαυμάσαι θεῶν τελεσάντων οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον (P. 10.50) ἄπιστον ἔειπ (sc. ἐγώ) (N. 9.33) ἄπιστά μοι δέδοικα κα[ Πα. 7B. 45.
b unbelieving pl. pro subs. πιστὸν δ' ἀπίστοις οὐδέν fr. 233.
Spanish (DGE)
-ον
I sentido de posibilidad
1 no de confianza, poco de fiar de pers. παῖδες Il.3.106, ἀνήρ Il.24.207, ἕταρε Il.24.63, γυνή Archil.300.24, ὦτα ... ἀπιστότερα ὀφθαλμῶν los oídos son menos dignos de fe que los ojos Hdt.1.8, ἤθη ... ἀ. hábitos desleales Pl.Lg.705a, ἄπιστός γ' εἶ ... σαυτῷ eres indigno de crédito para tí mismo Pl.Ap.26e, cf. D.19.27, ὁ μεθύων ... ἀνώμαλα καὶ ἄπιστα γεννῴη ποτ' ἄν el borracho engendraría seres anómalos y poco de fiar Pl.Lg.775d, ὁρᾶτ', ἄπιστον ὡς γυναικεῖον γένος mirad cuán poco de fiar es la raza de las mujeres E.IT 1298, βεβαιωταί Plb.4.40.3, ληίστορες SB 4309.14 (III a.C.), cf. Th.8.66
•sospechoso ἵνα ... ἀπίστους ποιήσῃ τοὺς Ἴωνας a fin de convertir en sospechosos a los Jonios Hdt.8.22
•de abstr. relativos a la conducta sospechoso, engañoso δολοπλοκίαι Thgn.226, ἄπιστός ἐσθ' ἑταιρείας λιμήν S.Ai.683, θράσει ἀπίστῳ ἐπαιρόμενος dejándose envanecer por una temeridad traicionera Th.1.120, τὰ ἑαυτοῦ πιστὰ ἄπιστα ποιεῖν X.An.2.4.7, ὄγκος Nonn.D.1.9
•subst. τὰ ἄπιστα las sospechas τὰ ἀ. τῶν ῥηϊζόντων Hp.Epid.4.56, τὰ δὲ τῶν στρατηγῶν ἄπιστα D.50.15.
2 increíble, inverosímil de cosas y abstr. οὐδέν ποτε φαίνεται ἔμμεν ἄπιστον Pi.P.10.50, Χάρις ... ἄπιστον ἐμήσατο πιστὸν ἔμμεναι τὸ πολλάκις Pi.O.1.31, λόγοι Hdt.3.80, Aeschin.3.59, τέρας A.Pr.832, φόνος E.HF 1018, μῦθος E.IT 1293, ὅταν τὰ νυν ἄπιστα πίσθ' ἡγώμεθα Ar.Ra.1443, ἄπιστα δέρκομαι E.Hec.689, πίστις ... ἀπιστοτάτη And.Myst.67, cf. Pi.N.9.33, B.3.57, A.Th.846, Gorg.B 11a.11, Pl.Ep.314b, Isoc.2.41, Is.1.23, Plb.25.1.2, D.C.79.7.4, Nonn.D.38.17
•c. inf. ἀ. κλύειν Ar.Au.417, τὰ ἀ. πιστεύειν Plu.2.160e
•c. εἰ: τί ἄπιστον κρίνεται ... εἰ ὁ Θεὸς νεκροὺς ἐγείρει; Act.Ap.26.8, cf. Ph.2.556
•subst. τὸ τ' ἐλπίδων ἄπιστον S.Ph.868.
II sent. act.
1 de pers. y n. relat. a los ‘sentidos’, ‘mente’, ‘conducta’, etc., desconfiado, suspicaz θυμὸς δέ τοι αἰὲν ἄ. Od.14.150, 23.72.
2 desleal, traidor, rebelde βουλαί A.Th.842
•c. gen. obj. φίλων ἄπιστοι sin fe en los vuestros A.Th.876
•c. dat. ἀνθρώποισιν ἄ. Thgn.601, οὐδ' αἰσχύνομαι ἔχουσ' ἄπιστον τήνδ' ἀναρχίαν πόλει ni me avergüenzo de esta indisciplina que niega la obediencia a la ciudad A.Th.1030, cf. E.IT 1476, Chrysipp.Stoic.3.167.
3 incrédulo, infiel en sent. relig. IG 42.121.32 (IV a.C.)
•esp. en lit. crist. del apóstol Santo Tomás Eu.Io.20.27, γεννεὰ ἄ. Eu.Matt.17.17, γυνή 1Ep.Cor.7.12
•subst. οἱ ἄ. los infieles, los paganos, 1Ep.Cor.6.6, 7.5, Ign.Magn.5.2, 2Ep.Clem.17.5.
III adv. -ως
1 con sospecha, desconfiadamente τῇ γνώμῃ ἀ. ἐπὶ πολὺ διήνεγκεν Th.3.83, cf. Isoc.6.67, D.20.22.
2 increíblemente ἀ. ἐπὶ τὸ μυθῶδες ἐκνενικηκότα (cosas) llevadas al terreno de la fábula de una forma increíble Th.1.21, οὐκ ἀ. Anaximen.Rh.1438a22.
3 traidoramente, pérfidamente ἀ. προσενεχθέντες Ph.1.516.
IV Ἄπιστος, -ου, ὁ El desconfiado tít. de una comedia de Menandro, Sud.s.u. Ἄβρα.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and πιστός; (actively) disbelieving, i.e. without Christian faith (specially, a heathen); (passively) untrustworthy (person), or incredible (thing): that believeth not, faithless, incredible thing, infidel, unbeliever(-ing).
English (Thayer)
ἄπιστον (πιστός) (from Homer down), without faith or trust;
1. unfaithful, faithless (not to be trusted, perfidious): incredible, of things: Xenophon, Hiero 1,9; syrup. 4,49; Cyril 3,1, 26; Plato, Phaedr. 245c.; Josephus, Antiquities 6,10, 2, etc.).
3. unbelieving, incredulous: of Thomas disbelieving the news of the resurrection of Jesus, without trust (in God), Luke 9:41.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἄπιστος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει θρησκευτική πίστη, που δεν πιστεύει στον θεό
2. (για μη χριστιανούς) ο αλλόθρησκος
3. ο αναξιόπιστος
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. οι άπιστοι
οι Τούρκοι
μσν.- νεοελλ.
1. όποιος προδίδει την ερωτική ή συζυγική πίστη
2. ετερόδοξος ή αιρετικός
μσν.
1. (για έγγραφο) άκυρος ή πλαστός
2. (για καταγγελία) ψεύτικος
αρχ.-μσν.
απειθάρχητος.