ἀπόκρυφος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναξαγόρας δύο ἔλεγε διδασκαλίας εἶναι θανάτου, τόν τε πρὸ τοῦ γενέσθαι χρόνον καὶ τὸν ὕπνονAnaxagoras used to say that we have two teachers for death: the time before we were born and sleep | Anaxagoras said that there are two rehearsals for death: the time before being born and sleep

Source
(T22)
(5)
Line 27: Line 27:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἀπόκρυφον ([[ἀποκρύπτω]]), [[hidden]], secreted: stored up: Theod.); [[Xenophon]], [[Euripides]]; (cf. Lightfoot on the [[word]], Colossians , the [[passage]] cited and Ignatius i. 351 f).)  
|txtha=ἀπόκρυφον ([[ἀποκρύπτω]]), [[hidden]], secreted: stored up: Theod.); [[Xenophon]], [[Euripides]]; (cf. Lightfoot on the [[word]], Colossians , the [[passage]] cited and Ignatius i. 351 f).)  
}}
{{grml
|mltxt=-η, -ο (AM [[ἀπόκρυφος]], -ον)<br />Ι. 1. ο [[κρυφός]], ο [[μυστικός]]<br /><b>2.</b> ο [[άρρητος]], ο [[εσωτερικός]]<br /><b>3.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα Απόκρυφα</i><br />ψευδεπίγραφα βιβλία της ΠΔ και της ΚΔ, τα οποία έχουν αποκλειστεί από τους Ιερούς Κανόνες<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[μυστικό]] (ή τα [[μυστικά]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα απόκρυφα</i> (μέρη)<br />τα γεννητικά όργανα<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[απρόσιτος]] στους πολλούς [[ανεξήγητος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> «απόκρυφα γράμματα» ή «απόκρυφα σύμβολα» — τα ιερογλυφικά<br /><b>2.</b> «απόκρυφοι μύσται» — οι μυημένοι<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>απόκρυφα</i> (AM <i>ἀπόκρύφως</i>)<br />[[μυστικά]].
}}
}}

Revision as of 06:57, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόκρῠφος Medium diacritics: ἀπόκρυφος Low diacritics: απόκρυφος Capitals: ΑΠΟΚΡΥΦΟΣ
Transliteration A: apókryphos Transliteration B: apokryphos Transliteration C: apokryfos Beta Code: a)po/krufos

English (LSJ)

ον,

   A hidden, concealed, E.HF1070(lyr.); ἐν ἀποκρύφφ in secret, Hdt.2.35; ἀ. θησαυροί hidden, stored up, Ep.Col.2.3; underhand, μηδὲν ἀ. πεποιῆσθαι Vit.Philonid.p.2C.    2 c. gen., ἀπόκρυφον πατρός unknown to him, X.Smp.8.11.    II obscure, recondite, hard to understand, Id.Mem.3.5.14; γράμματα Call.Fr.242; ἀ. σύμβολαδέλτων, of hieroglyphics, Hymn.Is.10; στήλη PMag.Par.1.1115; [βίβλος] PMag.Leid.W.25.14; -κρύφων μύσται Vett.Val.7.30; ἀ. αἰτία Procl.in Ti.1.53D., cf. eund.in Prm.p.549 S.    III Adv. -φως secretly, Aq.Hb.3.14, Vett.Val.301.5.

German (Pape)

[Seite 309] versteckt, heimlich, δέμας Eur. Herc. fur. 1069; ἀπόκρυφον πατρός, ohne des Vaters Wissen, Xen. Symp. 8, 11; abs., Mem. 3, 5. 14; καθαρμός Ep. ad. 198 (App. 100). Dah. βιβλία, geheime, Suid.; auch = untergeschoben, unächt.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόκρῠφος: -ον, κεκρυμμένος, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1070· ἐν ἀποκρύφῳ, κρυφίως, μυστικῶς, Ἡρόδ. 2. 35· ἀπ. θησαυροί, κεκρυμμένοι, ἐναποτεθειμένοι, Ἐπιστ. π. Κολ. β΄, 31.· 2) μετὰ γεν., ἀπόκρυφον πατρός, ἄγνωστον εἰς αὐτόν, Ξεν. Συμπ. 8. 11. ΙΙ. ἀσαφής, σκοτεινός, δυσκατάληπτος, ὁ αὐτ. Ἀπομν. 3. 5, 14· γράμματα Καλλ. Ἀποσπ. 242· ἀπ. σύμβολα δέλτων, ἐπὶ ἱερογλυφικῶν, Ἐπιγρ. Ἑλλ. 1028. 10. ΙΙΙ. παρ’ Ἐκκλ. ἐπὶ βιβλίων, ὁτὲ μὲν νόθων, ὁτὲ δὲ μὴ κανονικῶν, μὴ ἀνεγνωρισμένων ὑπὸ τοῦ χριστιανισμοῦ, ἴδε Suicer ἐν λ. - Ἐπίρρ. -φως Ἀκύλας Παλ. Διαθ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
soustrait aux regards, caché, secret ; τὸ ἀπόκρυφον pudenda muliebria.
Étymologie: ἀποκρύπτω.

Spanish (DGE)

(ἀπόκρῠφος) -ον
I 1escondido, oculto, δέμας E.HF 1070, θησαυροί LXX Is.45.3, ἀποκαλύπτει βαθέα καὶ ἀπόκρυφα LXX Da.2.22, cf. Arist.Mir.841a24, Ep.Col.2.3
secreto μηδὲ[ν] ἀπόκρυφον [πεπο] ῆσθαι πρὸς αὐτούς Vit.Philonid.p.56
gener. en secreto ἐν ἀποκρύφῳ ... ποιέειν Hdt.2.35, ἐν ἀποκρύφοις ... ἐθησαυρίσαντο Ph.1.174, cf. LXX De.27.15, PMag.12.321
a escondidas de, desconocido para c. gen. πατρός X.Smp.8.11, c. dat. A.Thom.A 34 (152.8).
2 difícil de entender, oscuro οὐδὲν ἀπόκρυφον δοκεῖ μοι εἶναι X.Mem.3.5.14, στήλη PMag.4.1115
enigmático, misterioso, secreto τὰ Φοινίκων ... βιβλία Sud.s.u. Φερεκύδης (= Pherecyd.Syr.A 2), γράμματα Call.Fr.468, σύμβολα Hymn.Is.10 (Andros), αἰτία Procl.in Ti.1.53
con significado secreto ἐν ἀποκρύφῳ Procop.Gaz.M.87.941B.
II apócrifo ref. a libros no canónicos ἐν ἀποκρύφοις Origenes M.11.65B, Eus.HE 4.22.9, Aug.Ciu.15.23.
III adv. -ως
1 secretamente φαγεῖν πένητας ἀ. Aq.Hb.3.14.
2 con un lenguaje misterioso φανερῶς τε ἅμα καὶ ἀ. δι' ἀλληγοριῶν τὰ λεχθέντα Epiph.Const.Or.S.C.19 (p.182.16).

English (Strong)

from ἀποκρύπτω; secret; by implication, treasured: hid, kept secret.

English (Thayer)

ἀπόκρυφον (ἀποκρύπτω), hidden, secreted: stored up: Theod.); Xenophon, Euripides; (cf. Lightfoot on the word, Colossians , the passage cited and Ignatius i. 351 f).)

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπόκρυφος, -ον)
Ι. 1. ο κρυφός, ο μυστικός
2. ο άρρητος, ο εσωτερικός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα Απόκρυφα
ψευδεπίγραφα βιβλία της ΠΔ και της ΚΔ, τα οποία έχουν αποκλειστεί από τους Ιερούς Κανόνες
μσν.- νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το μυστικό (ή τα μυστικά)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα απόκρυφα (μέρη)
τα γεννητικά όργανα
αρχ.-μσν.
απρόσιτος στους πολλούς ανεξήγητος
αρχ.
1. «απόκρυφα γράμματα» ή «απόκρυφα σύμβολα» — τα ιερογλυφικά
2. «απόκρυφοι μύσται» — οι μυημένοι
II. επίρρ. απόκρυφα (AM ἀπόκρύφως)
μυστικά.