δώδεκα: Difference between revisions

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25
(T22)
(10)
Line 33: Line 33:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=οἱ, αἱ, τά (from [[Homer]] [[down]]), [[twelve]]: L T Tr WH in [[δεκαδύο]]); R G i b'); οἱ [[δώδεκα]], the [[twelve]] apostles of Jesus, so called by [[way]] of [[eminence]]: Luke 22:3, etc.
|txtha=οἱ, αἱ, τά (from [[Homer]] [[down]]), [[twelve]]: L T Tr WH in [[δεκαδύο]]); R G i b'); οἱ [[δώδεκα]], the [[twelve]] apostles of Jesus, so called by [[way]] of [[eminence]]: Luke 22:3, etc.
}}
{{grml
|mltxt=(AM [[δώδεκα]])<br />απόλυτο αριθμητικό που εκφράζει [[ποσότητα]] [[δέκα]] και δυο μονάδων<br /><b>νεοελλ.</b><br />για [[χρονολογία]] ή με [[παράλειψη]] του ουσ. που δηλώνει χρόνο («περπατά στα [[δώδεκα]] [[[χρόνια]]]», «στις [[δώδεκα]] [το [[μεσημέρι]]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>δFω</i>-<i>δεκα</i> (<b>βλ.</b> <i>δύο</i>) που συνδέεται με αρχ. ινδ. <i>dv</i><i>ā</i>-<i>daśa</i>. Απαντά [[επίσης]] επικ., ιων. και δωρ. τ. [[δυώδεκα]] που</i> σχηματίστηκε από το <i>δύω</i>, επικ. και ελεγειακό τ. του <i>δύο</i>, <b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>duodecim</i> από το <i>duo</i>].
}}
}}

Revision as of 07:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δώδεκα Medium diacritics: δώδεκα Low diacritics: δώδεκα Capitals: ΔΩΔΕΚΑ
Transliteration A: dṓdeka Transliteration B: dōdeka Transliteration C: dodeka Beta Code: dw/deka

English (LSJ)

   A v. δυώδεκα.

German (Pape)

[Seite 693] οἱ, αἱ, τά, indecl., zwölf; Homerische Formen: δώδεκα, Iliad. 11, 25 Odyss. 2, 353; δυώδεκα, Iliad. 18, 230 Odyss. 9, 159; δυοκαίδεκα, Iliad. 6, 93 Odyss. 9, 195, vgl. Scholl. Herodian. Iliad. 2, 557.

Greek (Liddell-Scott)

δώδεκα: οἱ, αἱ, τά, ἴδε ἐν λ. δυώδεκα.

French (Bailly abrégé)

(οἱ, αἱ, τά)
indécl.
douze.
Étymologie: δύο, δέκα.

English (Autenrieth)

twelve; with πάντες, πᾶσαι, ‘twelve in all’; δωδέκατος, twelfth.

English (Slater)

δώδεκα
   1 twelve τιμάσαις πόρον Ἀλφεοῦ μετὰ δώδεκ' ἀνάκτων θεῶν (cf. βωμοὺς ἓξ διδύμους (O. 5.5) ) (O. 10.49) “δώδεκα δὲ πρότερον ἁμέρας” (P. 4.25) ἀκηράτοις ἁνίαις ποδαρκέων δώδεκ' ἂν δρόμων τέμενος (Thiersch: δωδεκάδρομον, δ(υ)ωδεκαδρόμων codd.: with its race of twelve rounds ) (P. 5.33) τετραορίας δυώδεκα πέτρῳ ἥροάς τ' ἐπεμβεβαῶτας ἱπποδάμους ἕλεν δὶς τόσους (N. 4.28) κατὰ μὲν φίλα τέκν' ἔπεφνεν δώδεκ, αὐτὸν δὲ τρίτον fr. 171.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ép., jón., delf. δυώδεκα Il.2.637, Hdt.1.16, Pi.N.4.28, CID 2.31.28 (IV a.C.), A.R.1.1079, Call.Cer.69, Theoc.25.129, Luc.Astr.6, Opp.H.1.690; δυόδεκα Paus.6.4.2; δυόδεκο IG 5(2).3.21 (Tegea IV a.C.); δοώδεκα SEG 24.361.8 (Tespias IV a.C.)

• Morfología: [indecl. pero gen. δυωδέκων SEG 12.391 (Samos VI a.C.)]
numeral doce
a) gener. υἱέες Il.11.692, ἵπποι Il.9.123, μῆλ' Od.8.59, βοῦς Il.6.93, cf. S.Tr.760, Theoc.l.c., θάλαμοι Il.6.248, νῆες Il.2.637, Od.9.159, E.IA 293, Th.1.46, πόλιες Hdt.1.143, πόδες de Escila Od.12.89, ὀφίων κεφαλαί Hes.Sc.162
frec. c. medidas ἤματα Od.19.199, δώδεχ' ἡμερῶν ὁδόν A.Fr.158.1, cf. Pi.P.4.25, Th.1.105, ἔτεα Hdt.1.16, cf. LXX Ge.14.4, Eu.Matt.9.20, ἐτῶν δώδεκα de doce años de edad Plu.2.839b, σελῆναι E.Alc.431, νύκτες A.R.1.1079, μέγεθος δ. ποδῶν Paus.5.24.3, μνέας Hdt.1.51, δραχμαί IG l.c., κοφίνοι Eu.Matt.14.20, δ. δάκτυλοι doce dedos medida del diámetro aparente del sol y la luna, Cleom.2.3.18;
b) en combinación con otros numerales δ[ι] ηκοσίων δυωδέκων στατήρων SEG 12.391 (Samos VI a.C.), δ. χιλιάδες Apoc.7.4-8, cf. Orph.A.1108;
c) con cierta relevancia lit., mit. y socio-pol.: οἱ δ. θεοί los doce dioses del Olimpo, Pi.O.10.49, Ar.Au.95, Eq.235, Pl.Phdr.247a, con culto en diversas ciu.: en Epidauro IG 42.287 (IV d.C.), en Calcedón IKalchedon 13.6 (III a.C.), en Cos NSRC 432.19 (II a.C.), IC 125 (I a./d.C.), τῶν δ. θεῶν βωμός el altar de los doce dioses en el ágora de Atenas, Th.6.54, δ. μάκαρες A.R.2.531, cf. Luc.ITr.26, μοῖραι correspondientes a estos dioses h.Merc.128, en Licia Δώδεκα θεοί grupo de divinidades indígenas SEG 33.1174, 44.1146 (Licia II/III d.C.), en Lidia δ. σκῆπτρα los doce cetros símbolo de la justicia divina en cultos locales TAM 5.167a (Saitas I d.C.), cf. SEG 33.1029 (Silando II d.C.), δ. ἀέθλοι los doce trabajos de Heracles, A.R.1.1318, IG 22.3575.7 (II d.C.), τρόποι doce modos de elección, Arist.Pol.1300a31, δ. μοῖραι doce partes del zodiaco, Luc.Astr.6, οἶκοι τοῦ ζωδιακοῦ κύκλου Gp.1.12 tít., ἔθνη LXX Ge.17.20, δ. φυλαί las doce tribus de Israel Eu.Luc.22.30, οἱ δ. μαθηταί los doce discípulos, Eu.Matt.10.1, ἀπόστολοι Eu.Matt.10.2, sólo οἱ δ. Eu.Matt.26.14, 1Ep.Cor.15.5, Origenes Cels.1.64;
d) subst. τὰ δ. el doce, el número doce Pl.Tht.196b, 199b.

• Etimología: De du̯ō-dekm̥ (cf. δύο, δέκα), rel. ai. dvā́-daśa, lat. duodecim. δυω- es analógico de δύω.

English (Strong)

from δύο and δέκα; two and ten, i.e. a dozen: twelve.

English (Thayer)

οἱ, αἱ, τά (from Homer down), twelve: L T Tr WH in δεκαδύο); R G i b'); οἱ δώδεκα, the twelve apostles of Jesus, so called by way of eminence: Luke 22:3, etc.

Greek Monolingual

(AM δώδεκα)
απόλυτο αριθμητικό που εκφράζει ποσότητα δέκα και δυο μονάδων
νεοελλ.
για χρονολογία ή με παράλειψη του ουσ. που δηλώνει χρόνο («περπατά στα δώδεκα [[[χρόνια]]]», «στις δώδεκα [το μεσημέρι]»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δFω-δεκα (βλ. δύο) που συνδέεται με αρχ. ινδ. dvā-daśa. Απαντά επίσης επικ., ιων. και δωρ. τ. δυώδεκα που σχηματίστηκε από το δύω, επικ. και ελεγειακό τ. του δύο, πρβλ. λατ. duodecim από το duo].