ἐπιπλέω: Difference between revisions
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
(Autenrieth) |
(13) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=[[sail]] [[over]], w. acc. | |auten=[[sail]] [[over]], w. acc. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=(Α [[ἐπιπλέω]] και ιων. τ. [[ἐπιπλώω]]) [[πλέω]]<br /><b>1.</b> [[πλέω]] ή [[ανεβαίνω]] και [[παραμένω]] στην [[επιφάνεια]] ενός υγρού («ἀσθενὲς δὲ τὸ [[ὕδωρ]]... [[ὥστε]] μηδὲν οἷόν τε [[εἶναι]] ἐπ’ αὐτοῡ ἐπιπλώειν, [[μήτε]] [[ξύλον]]», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ακολουθώ]] [[άλλο]] [[πλοίο]] ή στόλο («ἐπέπλει [[κατόπιν]] ἐπί παντὶ τῷ στόλῳ», <b>Πολ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κατορθώνω]] να υποσκελίσω άλλους, να έλθω στην [[επιφάνεια]], να διακριθώ («καταφέρνει [[πάντα]] να επιπλέει»)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[διαπλέω]], [[διασχίζω]] («οἱ μὲν ἔπειτ’ ἀναβάντες ἐπέπλεον ὑγρὰ κέλευθα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[προσβάλλω]] από τη [[θάλασσα]] («ἅμα ἕω ἐπέπλεον τῇ Κερκύρᾳ», <b>Θουκ.</b>)<br /><b>3.</b> (για ανθρώπ.) επιβιβάζομαι σε [[πλοίο]] («τῶν δὲ ἐπιπλωόντων [[μετά]] γε τοὺς στρατηγούς», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>4.</b> [[πλέω]] παράλληλα [[προς]] την [[ακτή]], [[παραπλέω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:12, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. ἐπιπλώω (both in Hom.), fut.
A -πλεύσομαι Th.3.16: aor. 1 -έπλευσα ib.80, Ion. -έπλωσα Hdt.1.70: Ep. 2sg. aor. 2 ἐπέπλως, part. ἐπιπλώς, but (Il.3.47) ἐπιπλώσας:—sail upon or over, ἐπέπλεον ὑγρὰ κέλευθα Il.1.312, Od.4.842; πόντον ἐπιπλώων 5.284; πόντον ἐπέπλως 3.15; ἐπιπλὼς εὐρέα πόντον Il.6.291; ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸν ὕδωρ Od.9.227, etc. II. sail against, attack by sea, νηυσὶ ἐ. τινί Hdt.5.86; τῇ Κερκύρᾳ Th.3.76; ἐπὶ τὰς Μινδάρου ναῦς X.HG1.5.11, etc.; ἐπὶ τὴν Σαλαμῖνα D.S.20.50: abs., Hdt.1.70, 6.33; also of the ships, Th.3.80: generally, sail on, Plb.1.25.4, etc. III. sail on board a ship, Hdt.7.98, 8.67, Th.2.66; of commanders, τοὺς ἐπὶ τῶν νεῶν ἐ. στρατηγούς Hdt.5.36; [ναύαρχος] Th.3.16; ξύμβουλος ib.76; ταμίας D.49.14; also ἐ. ταῖς ἐμπορίαις sail in charge of, Id.56.8; and ὁ ἐπιπλέων the supercargo, Id.32.12; οἱ ἐπιπλεύσαντες ἐπὶ τοῦ ἐλαίου PCair.Zen.77.2 (iii B.C.). IV. of a naval commander, sail past (in order to address, cf. ἐπιπάρειμι(B)4), τοὺς κυβερνήτας καὶ τριηράρχους Plu.Lys.11. V. sail after, ἐπὶ παντὶ τῷ στόλῳ Plb.1.50.5; sail up afterwards, ib.25.4. VI. float upon, ἐπ' αὐτοῦ (sc. τοῦ ὕδατος) Hdt.3.23; ἐπὶ τῆς θαλάσσης Arist.HA622b6; ἐπὶ τῷ ὕδατι Id.Mete. 384b17; slip, slide upon ice, Plb.3.55.2,4. VII. overflow (of a river), gloss on ἄρδειν, interpol. in App.BC2.153; μέχρι ἐπιπλεύσῃ until (the water) covers the substance, PHolm.21.29.
German (Pape)
[Seite 970] (s. πλέω), darüber hinschiffen, ἁλμυρὸν ὕδωρ Od. 9, 227, befahren, wie ὑγρὰ κέλευθα Il. 1, 312 u. öfter; τῆς θαλάττης ἐπέπλεον Anton. Lib. 31; darauflos-, entgegenschiffen, mit der Flotte angreifen, τινί, Thuc. 1, 30. 50 u. öfter, u. A.; ἐπὶ τὰς ναῦς Xen. Hell. 1, 5, 11, wie ἐπὶ τὴν Χίον ἐπέπλεον 2, 1, 16; übh. zu Schiffe gehen, Her. 7, 98. 184; – τὴν Ἀσσυρίην γῆν ἄρδην ἐπιπλέειν, umschiffen, oder zu Schiffe hinfahren, App. B. C. 2, 143, wie τριήρεις τοὺς αἰγιαλοὺς ἐπέπλεον, befuhren die Ufer, 4, 36.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπλέω: Ἰων. -πλώω (ἀμφότερα παρ᾿ Ὁμ.): μέλλ. -πλεύσομαι: Ἐπικ. β΄ ἑν. ἀορ. β΄ ἐπέπλως: μετοχ. ἐπιπλώς, ἀλλὰ (Ἰλ. Γ. 47) ἐπιπλώσας. Πλέω ἐπί τινος, ἐπέπλεον ὑγρὰ κέλευθα Ἰλ. Α. 312, Ὀδ. Δ. 842· πόντον ἐπιπλώων Ε. 284· πόντον ἐπέπλως Γ. 15· ἐπιπλὼς εὐρέα πόντον Ἰλ. Ζ. 291· ἐπιπλεῖν ἁλμυρὸν ὕδωρ Ὀδ. Ι. 227, κτλ. ΙΙ. πλέω ἐναντίον τινός, προσβάλλω διὰ θαλάσσης, νηυσὶν ἐπ. τινὶ Ἡρόδ. 5. 86· τῇ Κερκύρᾳ Θουκ. 3. 76· ἐπί τινα Ξεν. Ἑλλ. 1. 5, 11, κτλ.: ἀπολ., Ἡρόδ. 1. 70., 6. 33· ὡσαύτως ἐπὶ πλοίων, Θουκ. 3. 80: - καθόλου, πλέω ἐμπρός, αἱ δὲ λοιπαὶ (νῆες) τῶν Ρωμαίων ἐπιπλέουσαι κατὰ βραχὺ συνηθροίζοντο Πολύβ. 1. 25, 4, κτλ. ΙΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, εἶμαι ἐπιβάτης πλοίου, πλέω, ταξειδεύω, τῶν δὲ ἐπιπλεόντων μετά γε τοὺς στρατηγοὺς οἵ δε ἦσαν Ἡρόδ. 7. 98., 8. 67, Θουκ. 2. 66· ἐπὶ στρατηγῶν ἢ ναυάρχων καὶ ἄλλων ἀξιωματικῶν, τοὺς ἐπὶ τῶν νεῶν ἐπ. στρατηγοὺς Ἡρόδ. 5. 36· ναύαρχος Θουκ. 3. 16· σύμβουλος αὐτόθι 76· ταμίας Δημ. 1188. 20: - ὡσαύτως, οἳ δὲ ἐπέπλεον ταῖς ἐμπορίαις, ἐταξείδευον ὡς ἐπιμεληταὶ ἢ ἐπιστάται τῶν ἐμπορευμάτων, ὁ αὐτ. 1285. 9· καί, ὁ ἐπιπλέων, ὁ ἐπὶ τοῦ φορτίου, ὁ αὐτ. 885. 17. IV. παραπλέω, γῆν Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 143., 4. 36, πρβλ. Πλουτ. Λύσανδ. 11. V. πλέω κατόπιν, ἐπὶ παντὶ τῷ στόλῳ Πολύβ. 1. 50, 5. VI. πλέω ἐπί τινος, ἐπιπλέω, ἐπ᾿ αὐτοῦ (ἐξυπ. τοῦ ὕδατος) Ἡρόδ. 3. 23· ἐπὶ τῆς θαλάσσης Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37 ἐν τέλ.· ἐπὶ τῷ ὕδατι ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 4. 7, 16· παγοδρομῶ, ἀλλ᾿ ἐπέπλεον ὀλισθαίνοντες ἀμφοτέροις ἅμα τοῖς ποσὶ Πολύβ. 3. 55, 2 καὶ 4.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπιπλεύσομαι;
1 naviguer sur : πόντον OD sur la mer ; en parl. de l’équipage ou des passagers être embarqué sur, être à bord;
2 naviguer contre, s’avancer par mer contre, τινι.
Étymologie: ἐπί, πλέω.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
(Α ἐπιπλέω και ιων. τ. ἐπιπλώω) πλέω
1. πλέω ή ανεβαίνω και παραμένω στην επιφάνεια ενός υγρού («ἀσθενὲς δὲ τὸ ὕδωρ... ὥστε μηδὲν οἷόν τε εἶναι ἐπ’ αὐτοῡ ἐπιπλώειν, μήτε ξύλον», Ηρόδ.)
2. ακολουθώ άλλο πλοίο ή στόλο («ἐπέπλει κατόπιν ἐπί παντὶ τῷ στόλῳ», Πολ.)
νεοελλ.
κατορθώνω να υποσκελίσω άλλους, να έλθω στην επιφάνεια, να διακριθώ («καταφέρνει πάντα να επιπλέει»)
αρχ.
1. διαπλέω, διασχίζω («οἱ μὲν ἔπειτ’ ἀναβάντες ἐπέπλεον ὑγρὰ κέλευθα», Ομ. Ιλ.)
2. προσβάλλω από τη θάλασσα («ἅμα ἕω ἐπέπλεον τῇ Κερκύρᾳ», Θουκ.)
3. (για ανθρώπ.) επιβιβάζομαι σε πλοίο («τῶν δὲ ἐπιπλωόντων μετά γε τοὺς στρατηγούς», Ηρόδ.)
4. πλέω παράλληλα προς την ακτή, παραπλέω.