εὐδία: Difference between revisions
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
(T22) |
(14) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ἐυδιας, ἡ (from [[εὔδιος]], ἐυδιον, and [[this]] from εὖ and [[Ζεύς]], genitive [[Διός]], [[Zeus]], the [[ruler]] of the [[air]] and [[sky]]), a [[serene]] [[sky]], [[fair]] [[weather]]: T brackets WH [[reject]] the [[passage]]). ([[Pindar]], [[Aeschylus]], [[Hippocrates]], [[Xenophon]], and [[following]].) | |txtha=ἐυδιας, ἡ (from [[εὔδιος]], ἐυδιον, and [[this]] from εὖ and [[Ζεύς]], genitive [[Διός]], [[Zeus]], the [[ruler]] of the [[air]] and [[sky]]), a [[serene]] [[sky]], [[fair]] [[weather]]: T brackets WH [[reject]] the [[passage]]). ([[Pindar]], [[Aeschylus]], [[Hippocrates]], [[Xenophon]], and [[following]].) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=και βδία και βιδιά, η (Α [[εὐδία]], ιων. τ. εὐδίη) [[αίθριος]] και [[γλυκός]] [[καιρός]], [[καλοκαιρία]] («ἐκ χειμῶνος [[εὐδία]]», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[ηρεμία]], [[ησυχία]], [[γαλήνη]] («ἐν εὐδίᾳ γὰρ ὁρῶ ὑμᾱς», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «σαρκὸς [[εὐδία]]» — καλή [[κατάσταση]] του σώματος («εἰς ἔμ᾿ εὐδίαν ἔχων» — [[αισθάνομαι]] άνετα).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i>-<i>διF</i>-<i>ᾱ</i>. Πρόκειται δηλ. για [[λέξη]] σύνθετη από το <i>ευ</i> και την ασθενή [[βαθμίδα]] μιας αρχαίας λέξεως με σημ. «[[ημέρα]]» — <b>[[πρβλ]].</b> [[Ζευς]], γεν. <i>ΔιFός</i> και επίθ. <i>δῑος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>διFιος</i>). Ομοιότητα στον σχηματισμό παρουσιάζει το αρχ. ινδ. <i>sudiv</i>-, <i>su</i>-<i>div</i>-<i>a</i>-<i>m</i> «ωραία [[μέρα]]»]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:14, 29 September 2017
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A fair weather, εὐδία ἐκ χειμῶνος Pi.I.7(6).38, cf. Antipho 2.2.1, Hp.Insomn.89; ἐν εὐδίᾳ χειμῶνα ποιεῖν X.HG2.4.14; ὅταν εὐ. γένηται Arist.HA551a3; εὐδίας (gen.) in fine weather, ib.597b13: pl., ἔν γε χειμῶσιν καὶ ἐν εὐδίαις Pl.Lg.961e; εὐδιῶν οὐσῶν Arist. HA626a4. 2 metaph., tranquillity, peace, Pi.O.1.98, P.5.10, A. Th.795, X.An.5.8.20; τὴν Αἴγυπτον εἰς εὐδίαν ἀγαγεῖν OGI90.11 (Rosetta, ii B.C.), cf. Herod.1.28; εὐ. καὶ διαγωγὴ ἄλυπος Polystr. p.17 W.; of the mind, Protag.9; σαρκὸς εὐ. good condition of... Plu. 2.126c; εἰς ἔμ' εὐδίαν ἔχων being at ease so far as I am concerned, S.Ichn.346. [On the prosody, v. εὔδιος.]
German (Pape)
[Seite 1061] ἡ (εὔδιος), stilles, heiteres Wetter, ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος Pind. I. 6, 38 (vgl. Xen. Hell. 2, 4, 14 ἐν εὐδίᾳ χειμῶνα ποιοῦσι); μελιτόεσσαν εὐδίαν ἔχει Ol. 1, 68; übertr., wie πόλις ἐν εὐδίᾳ Aesch. Spt. 777; Xen. An.5, 8, 10 u. Sp.; ἔν γε χειμῶσι καὶ ἐν εὐδίαις Plat. Legg. XII, 96 e; εὐδίας, bei stillem, heiterm Wetter, Arist. H. A. 8, 12; Plut. oft mit γαλήνη verbunden; von Heiterkeit des Gemüthes, wie auch σώματος, der nicht von Krankheit zerstörte, gesunde Zustand, Plut. Consol. ad Apoll. 362.
Greek (Liddell-Scott)
εὐδία: ἡ, καλοκαιρία, κοινῶς «βιδιά», ἐκ χειμῶνος εὐδία Πινδ. Ι. 7 (6). 52· ἐν εὐδίᾳ χειμῶνα ποιεῖν Ξεν. Ἑλλ. 2. 4, 14· ὅταν εὐδία γένηται Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 3· εὐδίας (γεν.), ἐν καλοκαιρίᾳ αὐτόθι 8. 12, 10· ― πληθ., ἔν γε χειμῶσι καὶ εὐδίαις Πλάτ. Νόμ. 961F· εὐδιῶν οὐσῶν Ἀριστ. π. Ζ. Ἱστ. 9. 40, 36. 2) μεταφ., ἠρεμία, ἡσυχία, γαλήνη, Πινδ. Ο. 1. 158, Π. 5. 12, Αἰσχύλ. Θήβ. 795, Ἀντιφῶν 116. 25, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 19· ἐπὶ τοῦ νοῦ, τῆς διανοίας, Πρωταγ. παρὰ Πλουτ. 2. 118Ε, ἔνθα ἴδε Wytt.· σαρκὸς εὐδ., καλὴ κατάστασις τῆς σαρκός, αὐτόθι 126C. Περὶ τῆς προσῳδίας ἴδε εὔδιος.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 temps serein, beau temps;
2 fig. calme, sérénité (de l’âme, de l’esprit, etc.) ; p. anal. σαρκὸς εὐδία PLUT bon état de la chair.
Étymologie: εὔδιος.
English (Slater)
εὐδία (-ίᾳ, -ίαν; -ίαις.) cf. εὐαμερία,
1 good weather, met., tranquillity pl., days of calm ὁ νικῶν δὲ ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν (O. 1.98) Κάστορος, εὐδίαν ὃς μετὰ χειμέριον ὄμβρον τεὰν καταιθύσσει μάκαιραν ἑστίαν (P. 5.10) ἀλλὰ νῦν μοι Γαιάοχος εὐδίαν ὄπασσεν ἐκ χειμῶνος (I. 7.38) τὸ δ' εὐβουλίᾳ τε καὶ αἰδοῖ ἐγκείμενον αἰεἰ θάλλει μαλακαῖς ε[ὐ]δίαι[ς (Pae. 2.52) τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς fr. 109. 1.
English (Strong)
feminine from εὖ and the alternate of Ζεύς (as the god of the weather); a clear sky, i.e. fine weather: fair weather.
English (Thayer)
ἐυδιας, ἡ (from εὔδιος, ἐυδιον, and this from εὖ and Ζεύς, genitive Διός, Zeus, the ruler of the air and sky), a serene sky, fair weather: T brackets WH reject the passage). (Pindar, Aeschylus, Hippocrates, Xenophon, and following.)
Greek Monolingual
και βδία και βιδιά, η (Α εὐδία, ιων. τ. εὐδίη) αίθριος και γλυκός καιρός, καλοκαιρία («ἐκ χειμῶνος εὐδία», Πίνδ.)
αρχ.
1. ηρεμία, ησυχία, γαλήνη («ἐν εὐδίᾳ γὰρ ὁρῶ ὑμᾱς», Αισχύλ.)
2. φρ. «σαρκὸς εὐδία» — καλή κατάσταση του σώματος («εἰς ἔμ᾿ εὐδίαν ἔχων» — αισθάνομαι άνετα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ-διF-ᾱ. Πρόκειται δηλ. για λέξη σύνθετη από το ευ και την ασθενή βαθμίδα μιας αρχαίας λέξεως με σημ. «ημέρα» — πρβλ. Ζευς, γεν. ΔιFός και επίθ. δῑος (< διFιος). Ομοιότητα στον σχηματισμό παρουσιάζει το αρχ. ινδ. sudiv-, su-div-a-m «ωραία μέρα»].