κιβωτός: Difference between revisions

From LSJ

τὸν ἰητρὸν δοκέει μοι ἄριστον εἶναι πρόνοιαν ἐπιτηδεύειν → it appears to me a most excellent thing for the physician to cultivate prognosis

Source
(T22)
(20)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=κιβωτοῦ, ἡ (κιβος (cf. Suidas 2094e.)), a [[wooden]] [[chest]], [[box]] ([[Hecataeus]], 368 (Müller's Frag. i., p. 30), [[Simonides]]), [[Aristophanes]], [[Lysias]], Athen., Aelian, others): in the N. T., the [[ark]] of the [[covenant]], in the [[temple]] at [[Jerusalem]], [[Philo]], Josephus; the Sept. [[very]] [[often]] for אָרון); in the [[heavenly]] [[temple]], Sept. for תֵּבָה).
|txtha=κιβωτοῦ, ἡ (κιβος (cf. Suidas 2094e.)), a [[wooden]] [[chest]], [[box]] ([[Hecataeus]], 368 (Müller's Frag. i., p. 30), [[Simonides]]), [[Aristophanes]], [[Lysias]], Athen., Aelian, others): in the N. T., the [[ark]] of the [[covenant]], in the [[temple]] at [[Jerusalem]], [[Philo]], Josephus; the Sept. [[very]] [[often]] for אָרון); in the [[heavenly]] [[temple]], Sept. for תֵּבָה).
}}
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[κιβωτός]])<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[θήκη]] στην οποία φυλάγονται ιερά κειμήλια («Κιβωτός της Διαθήκης» ή «Κιβωτός του Μαρτυρίου» — [[μεγάλη]] [[θήκη]] στην οποία οι Ισραηλίτες φύλαγαν τις πλάκες του Μωυσή, τη [[στάμνα]] του [[μάννα]] και τη ράβδο του Ααρών)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Κιβωτός του Νώε» — το μεγάλο [[πλοίο]] [[μέσα]] στο οποίο ο Νώε διασώθηκε από τον κατακλυσμό («[[ἄχρι]] ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «Κιβωτός της Ελληνικής Γλώσσης» — μεγάλο [[λεξικό]] της ελληνικής γλώσσας που άρχισε να εκδίδεται το 1819 στην Κωνλη με την [[εποπτεία]] του πατριαρχείου, [[αλλά]] την [[έκδοση]] διέκοψε βιαίως τον Απρίλιο 1821 ο [[τουρκικός]] όχλος<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[χώρος]] [[ιερής]] παρακαταθήκης και σωτηρίας («το [[πανεπιστήμιο]] [[είναι]] η [[κιβωτός]] τών ιδεών της ελευθερίας»)<br /><b>μσν.</b><br />[[κύβος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ξύλινη [[θήκη]], [[κιβώτιο]], [[σεντούκι]], [[κασέλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται σημιτική [[προέλευση]] του, όπως και του [[κίβισις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κιβωτίδιο]](<i>ν</i>), [[κιβώτιο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κιβωτάριον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[κιβωτοειδής]], [[κιβωτοποιός]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>κιωτόκρυπτος</i>, <i>κιβωτοτετράπλευρος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κιβωτάμαξα]]].
}}
}}

Revision as of 07:23, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῑβωτός Medium diacritics: κιβωτός Low diacritics: κιβωτός Capitals: ΚΙΒΩΤΟΣ
Transliteration A: kibōtós Transliteration B: kibōtos Transliteration C: kivotos Beta Code: kibwto/s

English (LSJ)

ἡ,

   A box, chest, coffer, Hecat.368 J., Simon.239, Eup.228.4, Ar.Eq.1000, V.1056 (anap.), Lys.12.10, Thphr.Char.18.4, IG22.1388.73; κ. δίθυρος, τετράθυρος, ib.12.330; ἱερά, δημοσία κ., Inscr.Délos 442 A 2,75 (ii B.C.); Noah's ark, LXX Ge.6.14; the ark of Moses, ib.Ex.25.9(10), al.; πέπτωκεν εἰς κ. has been deposited in the archives, UPZ 126 (iii B.C.), etc.; opp. κίστη (q.v.). (Perh. a v.l. in Il.24.228, cf. Sch.adloc. Suid. cites κίβος as the radic. form.)

German (Pape)

[Seite 1436] ἡ, hölzerner Kasten, Kiste, Schrank; Ar. Equ. 996 Vesp. 1056; Ath. III, 84 a u. Sp. Vgl. κίβος, κίβισις. [Spätere Dichter, wie Greg. Naz., brauchen ι kurz.]

Greek (Liddell-Scott)

κῑβωτός: ἡ, ξύλινον κιβώτιονθήκη, Τουρκ. «σανδοῦκι», Ἑκαταῖ. 368, Σιμων. 240, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1000, Σφ. 1056, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 22, κτλ. (Ὁ Σουΐδ. μνημονεύει τὴν λέξιν κίβος ὡς τὸν ἀρχικὸν τύπον· πιθ. συγγενὲς εἶναι καὶ τὸ θίβη). ῑ παρ’ Ἀριστοφ., ῐ πρῶτον παρὰ Γρηγ. Ναζ..

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
coffre, caisse, boîte.
Étymologie: DELG emprunt prob., pê sémit.

English (Strong)

of uncertain derivation; a box, i.e. the sacred ark and that of Noah: ark.

English (Thayer)

κιβωτοῦ, ἡ (κιβος (cf. Suidas 2094e.)), a wooden chest, box (Hecataeus, 368 (Müller's Frag. i., p. 30), Simonides), Aristophanes, Lysias, Athen., Aelian, others): in the N. T., the ark of the covenant, in the temple at Jerusalem, Philo, Josephus; the Sept. very often for אָרון); in the heavenly temple, Sept. for תֵּבָה).

Greek Monolingual

η (ΑΜ κιβωτός)
1. μεγάλη θήκη στην οποία φυλάγονται ιερά κειμήλια («Κιβωτός της Διαθήκης» ή «Κιβωτός του Μαρτυρίου» — μεγάλη θήκη στην οποία οι Ισραηλίτες φύλαγαν τις πλάκες του Μωυσή, τη στάμνα του μάννα και τη ράβδο του Ααρών)
2. φρ. «Κιβωτός του Νώε» — το μεγάλο πλοίο μέσα στο οποίο ο Νώε διασώθηκε από τον κατακλυσμό («ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν», ΚΔ)
νεοελλ.
φρ. «Κιβωτός της Ελληνικής Γλώσσης» — μεγάλο λεξικό της ελληνικής γλώσσας που άρχισε να εκδίδεται το 1819 στην Κωνλη με την εποπτεία του πατριαρχείου, αλλά την έκδοση διέκοψε βιαίως τον Απρίλιο 1821 ο τουρκικός όχλος
νεοελλ.-μσν.
μτφ. χώρος ιερής παρακαταθήκης και σωτηρίας («το πανεπιστήμιο είναι η κιβωτός τών ιδεών της ελευθερίας»)
μσν.
κύβος
μσν.-αρχ.
ξύλινη θήκη, κιβώτιο, σεντούκι, κασέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται σημιτική προέλευση του, όπως και του κίβισις.
ΠΑΡ. κιβωτίδιο(ν), κιβώτιο(ν)
αρχ.-μσν.
κιβωτάριον.
ΣΥΝΘ. αρχ.-μσν. κιβωτοειδής, κιβωτοποιός
μσν.
κιωτόκρυπτος, κιβωτοτετράπλευρος
νεοελλ.
κιβωτάμαξα].