λιγύς: Difference between revisions
τὸ ἓν καὶ τὸ ὂν πολλαχῶς λέγεται → the term being and the term one are used in many ways, one and being have various meanings, one and being have many senses
(eksahir) |
(23) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{eles | {{eles | ||
|esgtx=[[de tono agudo]] | |esgtx=[[de tono agudo]] | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-εία, -ύ (Α [[λιγύς]], λίγεια, λιγύ)<br />αυτός που ηχεί [[δυνατά]] και [[καθαρά]], [[λιγυρός]], [[διαπεραστικός]] ή [[μελωδικός]] («λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[καλλίφωνος]], [[γλυκόφωνος]] («[[ἄγετε]] δή, ὦ Μοῡσαι,... λίγειαι», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για ήχο) [[λυπηρός]], [[θρηνώδης]] («πάθεα... λιγέα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) <i>λιγύ</i> και <i>λιγέα</i><br />[[δυνατά]], διαπεραστικά. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[λιγέως]] (Α)<br />με καθαρή και δυνατή [[φωνή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Εκφραστική λ. άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με παλαιότερη [[άποψη]], η λ. [[λιγύς]] <span style="color: red;"><</span> <i>λυγύς</i>, με ανομοιωτική [[τροπή]] του -<i>υ</i>- σε -<i>ι</i>-. Το θηλ. <i>λίγεια</i>, με αναβιβασμό του τόνου.<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λιγυρός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λίγυρος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λιγύτης]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>αρχ.</b> [[λιγυάοιδος]], [[λιγυηχής]], [[λιγύθρους]], [[λιγυκλαγγής]], [[λιγύκροτος]], [[λιγυμακρόφωνος]], [[λιγύμολπος]], [[λιγύμυθος]], [[λιγύπνοιος]], [[λιγυπτερόφωνος]], [[λιγυπτέρυγος]], [[λιγύφθογγος]], [[λιγύφωνος]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:33, 29 September 2017
English (LSJ)
λίγεια (not λιγεῖα, Hdn.Gr.1.249), λιγύ; of sound,
A clear, shrill, λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα Il.14.17; ὦρτο δ' ἐπὶ λ. οὖρος Od. 3.176, cf. 4.357: more freq. of a clear, sweet sound, clear-toned, φόρμιγγι λιγείῃ, φόρμιγγα λίγειαν, Il.9.186, Od.8.67, etc.; of articulate sounds, clear-voiced, Μοῦσα λίγεια 24.62, Alcm.1; λ. Σειρήν Id.7; λ. ἀγορητής in Il. as epith. of Nestor, 1.248, 4.293; also of Thersites, 2.246; ἐπέων οἶμος λ. Pi.O.9.72. Adv. λιγέως, ἀγορεύειν Il.3.214: freq. also, λ. κλαίειν wail shrilly, 19.5, Od.11.391; ἰάχειν Hes.Sc. 233: neut. as Adv., λ. πνείοντες ἀῆται Od.4.567; λ. μέλπεσθαι Hes. Sc.206; λιγύ or λιγέα κλάζειν Mosch.4.24, A.R.4.1299. II after Hes., mostly of sad sounds, as always in A., λ. κωκύματα Pers.332; κἀνακωκύσας λιγύ ib.468; λ. πάθεα Supp.113 (lyr.); of the nightingale, Ag.1146 (lyr.), S.OC671 (lyr.); also of music, λίγεια λωτοῦ χάρις E.Heracl.892 (lyr.); αὐλοῦ λ. ἦχον, v.l. for γλυκὺν in Mosch. 2.98.—Poet. word (Μοῦσαι λίγειαι Pl.Phdr.237a).
German (Pape)
[Seite 43] εῖα, ύ, nach Arcad. p. 95, 23 im fem. λίγεια zu accentuiren, s. Lehrs Quaest. Ep. p. 166, welcher Accent bei den Attikern noch nicht durchgeführt ist; wie λιγυρός, hell, laut tönend, von jedem scharfen, durchdringenden Ton; vom pfeifenden, sausenden Winde, ἄνεμοι, Il. 14, 17 Od. 3, 289, οὖρος, 4, 357; Pind. Ol. 9, 51; von der helltönenden Phorminx, Il. 9, 186 Od. 8, 67; Μοῦσα λίγεια, 24, 62; λιγείας μόρον ἀηδόνος, Aesch. Ag. 1117, der auch λιγέα κωκύματα, Pers. 324, sagt und λιγὺ ἀνακωκύσας, 460; ἔνθ' ἁ λίγεια μινύρεται ἀηδών Soph. O. C. 677; λίγεια λωτοῦ χάρις Eur. Heracl. 892; vgl. noch Μοῦσαι δι' ᾠδῆς εἶδος λίγειαι, Plat. Phaedr. 237 a; λιγεῶν μειλίγματα Μουσῶν Theocr. 22, 221; a. sp. D. Auch von Menschen, bes. Beiwort des Nestor, λιγὺς ἀγορητής, Il. oft; auch vom Thersites, Il. 2, 246, der laut Redende. – Adv. λιγέως, vom lauten Weinen, κλαῖον δὲ λιγέως Od. 16, 216; Il. 19, 5; ἦκα δὲ μυρομένη λιγέως ἀνενείκατο μῦθον Ap. Rh. 3, 463, auch λιγέως ἀγορεύειν, laut reden, Il. 3, 214, zugleich mit der Nebenbedeutung des Nachdrücklichen, Eindringlichen; vom Winde, λιγέως φυσᾶν, 23, 218; sp. D., wie Man. 2, 334, λιγέως μέλποντας ἐν αὐλοῖς.
Greek (Liddell-Scott)
λῐγύς: λίγεια (οὐχὶ λιγεῖα, Ἀρκάδ. σ. 95, 2), Δωρ. λιγέᾱ, λιγύ˙ - ὡς τὸ λιγυρός, εὐκρινής, συριστικός, ὀξύς, λιγέων ἀνέμων αἰψηρὰ κέλευθα Ἰλ. Ξ. 17˙ ὦρτο δ’ ἐπὶ λ. οὖρος Ὀδ. Γ. 176, πρβλ. Δ. 357˙ συχνότερον ἐπὶ εὐκρινοῦς, καθαροῦ, εὐαρέστου, ἡδέος ἤχου, = εὔηχος, φόρμιγγι λιγείῃ, φόρμιγγα λίγειαν Ἰλ. Ι. 186, Ὀδ. Θ. 67, κτλ.˙ - ὡσαύτως ἐπὶ ἐνάρθρων ἤχων, = καλλίφωνος, ἔχων καθαρὰν φωνήν, Μοῦσα λίγεια Ω. 62, Ἀλκμὰν 1, πρβλ. 7˙ λ. ἀγορητής, συνεχῶς ἐν Ἰλ. ὡς ἐπίθετον τοῦ Νέστορος˙ ὡσαύτως τοῦ Θερσίτου, Ἰλ. Β. 246˙ ἐπέων οἶμος λιγὺς Πινδ. Ο. 9. 72˙ - οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., λιγέως ἀγορεύειν Ἰλ. Γ. 214˙ συχνάκις ὡσαύτως, λιγέως κλαίειν, θρηνῶ ὀξυφώνως, Τ. 5, Ὀδ. Λ. 391˙ ἰάχειν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρακλ. 234˙ ὡσαύτως οὐδέτ. ὡς ἐπίρρ., λιγὺ μέλπεσθαι αὐτόθι 206˙ λιγὺ ἢ λιγέα κλάζειν Μόσχ. 4. 24, Ἀπολλ. Ρόδ. 4. 1299˙ - μετὰ τὸν Ἡσίοδ., κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ λυπηρῶν ἤχων, ὡς ἀείποτε παρ’ Αἰσχύλῳ, λ. κωκύματα Πέρσ. 332˙ κἀνακωκύσας λιγὺ αὐτόθι 468˙ λ. πάθεα ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 112˙ καὶ ἐπὶ τῆς ἀηδόνος, Ἀγ. 1146, πρβλ. Σοφ. Ο. Κ. 671˙ λ. λωτὸς Εὐρ. Ἡρακλ. 892, πρβλ. Μόσχ. 2. 98˙ - Ποιητ. λέξις ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πλάτ. Φαίδρ. 237Α˙ πρβλ. λιγυρός.
French (Bailly abrégé)
λίγεια, λιγύ;
I. au son clair, aigu, perçant;
II. p. suite :
1 mélodieux, harmonieux;
2 disert, éloquent.
Étymologie: DELG t. expressif sans étym.
English (Autenrieth)
λιγεῖα, λιγύ: clear and loud of tone, said of singers, the harp, an orator, ‘clear-voiced,’ ‘clear-toned,’ Od. 24.62, Il. 9.186, Il. 1.248; of the wind, ‘piping,’ ‘whistling,’ Od. 3.176, Il. 13.334.—Adv., λιγέως, ἀγορεύειν, φῦσᾶν, κλαίειν, Il. 3.214, Ψ 21, Od. 10.201.
English (Slater)
λῐγύς
1 shrill, clear-sounding ἔγειρ' ἐπέων σφιν οἶμον λιγύν (O. 9.47) λίγεια μὲν Μοῖσ' ἀφα[ (λίγ Π.) (Pae. 14.32)
Spanish
Greek Monolingual
-εία, -ύ (Α λιγύς, λίγεια, λιγύ)
αυτός που ηχεί δυνατά και καθαρά, λιγυρός, διαπεραστικός ή μελωδικός («λιγέων ἀνέμων λαιψηρὰ κέλευθα», Ομ. Ιλ.)
αρχ.
1. καλλίφωνος, γλυκόφωνος («ἄγετε δή, ὦ Μοῡσαι,... λίγειαι», Πλάτ.)
2. (για ήχο) λυπηρός, θρηνώδης («πάθεα... λιγέα», Αισχύλ.)
3. (το ουδ. εν. και πληθ. ως επίρρ.) λιγύ και λιγέα
δυνατά, διαπεραστικά.
επίρρ...
λιγέως (Α)
με καθαρή και δυνατή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστική λ. άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με παλαιότερη άποψη, η λ. λιγύς < λυγύς, με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ι-. Το θηλ. λίγεια, με αναβιβασμό του τόνου.
ΠΑΡ. λιγυρός
αρχ.
λίγυρος
μσν.
λιγύτης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. λιγυάοιδος, λιγυηχής, λιγύθρους, λιγυκλαγγής, λιγύκροτος, λιγυμακρόφωνος, λιγύμολπος, λιγύμυθος, λιγύπνοιος, λιγυπτερόφωνος, λιγυπτέρυγος, λιγύφθογγος, λιγύφωνος.