νωχελής: Difference between revisions

From LSJ

ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime

Source
(Bailly1_3)
(27)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui se meut lentement <i>ou</i> difficilement, lourd, lent, nonchalant;<br /><i>Cp.</i> νωχελέστερος.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ὄχος]].
|btext=ής, ές :<br />qui se meut lentement <i>ou</i> difficilement, lourd, lent, nonchalant;<br /><i>Cp.</i> νωχελέστερος.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ὄχος]].
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Α [[νωχελής]], -ές)<br />αυτός που κινείται [[βαριά]] και [[αργά]], αργοκίνητος, [[νωθρός]] και [[αμέριμνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(η αιτ. του ουδ. υπερθ. ως επίρρ.) <i>νωχελέστατα</i><br />με [[μεγάλη]] [[νωχέλεια]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ νωχελές</i><br />α) η [[νωχέλεια]]<br />β) [[έκτρωμα]], [[τέρας]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>νωχελώς</i><br />με νωθρό τρόπο, [[οκνά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Η [[ανάλυση]] της λ. στο στερητικό <i>νη</i>-, σε προθεματικό [[φωνήεν]] <i>ὀ</i>- και σε [[θέμα]] <i>χελ</i>- δεν φωτίζει σε [[τίποτε]] την ετυμολόγησή της. Η [[άποψη]] [[επίσης]] ότι η λ. [[είναι]] συνθ. με α' συνθετικό το στερητ. <i>νη</i>- και β' συνθετικό το ρ. [[κέλλω]] / <i>ἀκέλλω</i> «[[ελαύνω]], [[προχωρώ]] [[μπροστά]]» με εκφραστικό δασύ [[σύμφωνο]] (<i>χ</i> [[αντί]] κ) [[είναι]] [[εξίσου]] αβέβαιη. Η σημ. της λέξης [[νωχελής]] συμπίπτει [[κατά]] ένα [[μέρος]] με τη σημ. της λέξης [[νωθής]] «[[νωθρός]], [[οκνηρός]], [[αδρανής]]»].
}}
}}

Revision as of 12:05, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νωχελής Medium diacritics: νωχελής Low diacritics: νωχελής Capitals: ΝΩΧΕΛΗΣ
Transliteration A: nōchelḗs Transliteration B: nōchelēs Transliteration C: nochelis Beta Code: nwxelh/s

English (LSJ)

ές,

   A slow-moving, sluggish, dull, αἰεί ποτ' ἐστὲ νωχελεῖς καὶ μέλλετε S.Fr.142.19 ; τὸ δυσκίνητον καὶ ν. Diocl. Fr.141, cf. Herm. ap. Stob.1.49.3, Vett.Val.68.12 ; Κρόνου ν. δύναμις Porph. ap. Eus.PE3.11 ; πλευρὰ νωχελῆ νόσῳ E.Or.800 (troch.) ; ν. βάρος Nic.Th.162 ; νωχελέες καὶ ἀνώνυμοι Arat.391 ; ἄνθρωποι-έστατοι Phld.Ir.p.64W.; ἔκλαμψις -εστέρα Placit.3.3.12 (v.l. νωθεστέρα).    II Subst.νωχελές, τό, abortion, Hp.Mul.1.78 (νοχ- codd.).

German (Pape)

[Seite 274] ές (soll aus νω-, = νη-, u. κέλλω oder ὀκέλλω gebildet sein (?), nach Döderlein von νη – ὠκύς), träge, langsam, faul; πλεῦρα νωχελῆ νόσῳ, Eur. Or. 798; Hippocr.; einzeln bei Sp., wie Maneth. 4, 517 νωχελέες vrbdt mit ἄπρηκτοι und ἄτολμοι; ζῷον, App. B. C. 2, 6; oft in VLL. durch νωθρός, ἄχρηστος u. ä. erklärt.

Greek (Liddell-Scott)

νωχελής: -ές, ὁ κινούμενος βαρέως καὶ βραδέως, δυσκίνητος, νωθρός, χαῦνος, βραδύς, πλευρὰ νωχελῆ νόσ Εὐρ. Ὀρ. 800˙ ν. βάρος Νικ. Θηρ. 160˙ νωχελέες καὶ ἀνώνυμοι Ἄρατ. 391˙ ψυχὴν νωχαλεστέραν (οὕτω) παρὰ Κλημ. Ἀλ. 850˙ - ἐν Ἱππ. 626. 51, εὑρίσκομεν νοχελὲς (ἀνάγνωθι νωχ-) τό, ἔκτρωμα. (Ὡς ἐν τῇ λέξ. νωλεμές, ἡ ἐτυμολογία διαμένει σκοτεινή).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui se meut lentement ou difficilement, lourd, lent, nonchalant;
Cp. νωχελέστερος.
Étymologie: νη-, ὄχος.

Greek Monolingual

-ές (Α νωχελής, -ές)
αυτός που κινείται βαριά και αργά, αργοκίνητος, νωθρός και αμέριμνος
νεοελλ.
(η αιτ. του ουδ. υπερθ. ως επίρρ.) νωχελέστατα
με μεγάλη νωχέλεια
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ νωχελές
α) η νωχέλεια
β) έκτρωμα, τέρας.
επίρρ...
νωχελώς
με νωθρό τρόπο, οκνά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η ανάλυση της λ. στο στερητικό νη-, σε προθεματικό φωνήεν - και σε θέμα χελ- δεν φωτίζει σε τίποτε την ετυμολόγησή της. Η άποψη επίσης ότι η λ. είναι συνθ. με α' συνθετικό το στερητ. νη- και β' συνθετικό το ρ. κέλλω / ἀκέλλω «ελαύνω, προχωρώ μπροστά» με εκφραστικό δασύ σύμφωνο (χ αντί κ) είναι εξίσου αβέβαιη. Η σημ. της λέξης νωχελής συμπίπτει κατά ένα μέρος με τη σημ. της λέξης νωθής «νωθρός, οκνηρός, αδρανής»].