περιορίζω: Difference between revisions
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
(Bailly1_4) |
(32) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<b>1</b> circonscrire ; définir avec soin, préciser;<br /><b>2</b> reléguer, déporter, bannir.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ὁρίζω]]. | |btext=<b>1</b> circonscrire ; définir avec soin, préciser;<br /><b>2</b> reléguer, déporter, bannir.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ὁρίζω]]. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[ορίζω]]<br /><b>1.</b> [[θέτω]] όρια [[γύρω]] από [[κάτι]], [[περικλείω]] [[κάτι]] [[μέσα]] σε όρια (α. «περιορίζεται σε φραγμένο χώρο» β. «[[ἄνευ]] τοῡ περιορίζοντος» — [[χωρίς]] όριο, [[χωρίς]] [[σύνορο]], <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[θέτω]] όρια, [[βάζω]] φραγμούς σε [[κάτι]], [[μετριάζω]] (α. «[[περιορίζω]] τα έξοδά μου» β. «ὀρέξεις αὐταρκείᾳ περιορίζονται», Κλημ.)<br /><b>3.</b> [[επιβάλλω]] σε κάποιον να μείνει σε έναν χώρο, του [[απαγορεύω]] τις μετακινήσεις (α. «τήν περιόρισαν σε [[μοναστήρι]]» β. «ἐν νήσῳ περιορισθείς», Δίων Κάσσ.)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[συγκρατώ]] κάποιον για να μην παρεκτρέπεται («έχει τα [[παιδιά]] του περιορισμένα»)<br /><b>2.</b> αρκούμαι («περιορίστηκε σε απλή [[διαμαρτυρία]]»)<br /><b>3.</b> [[γίνομαι]] [[έξαλλος]] από [[χαρά]] ή από [[λύπη]] («όλοι περιωριστήκασι με τση χαράς τη [[ζάλη]]», <b>Ερωτόκρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>μέσ.</b> <i>περιορίζομαι</i><br />(για [[θηρίο]]) συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι («περιορίζεται, πετιέται, αίμ' ανθρώπινο ζητά», <b>Σολωμ.</b>)<br /><b>5.</b> (μτχ. μέσ. παρακμ.) <i>περιορισμένος</i>, -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />αυτός που βρίσκεται [[κάτω]] από τον [[μέσο]] όρο, από το κοινό [[μέτρο]] (α. «περιορισμένες δυνατότητες» β. «περιορισμένη [[αντίληψη]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[συντέμνω]], [[συμπυκνώνω]] («χιλίων γὰρ ἐτῶν περιοριζομένων εἰς μίαν ἡμέραν ἐν ὀφθαλμοῑς θεοῡ», Μεθόδ.)<br /><b>2.</b> [[ορίζω]], [[καθορίζω]] («τῇ εὐπορίᾳ τοῡ ἄρτου τὴν ζωὴν περιορίζεται», Γρηγ. Νύσσ.)<br /><b>3.</b> [[περιγράφω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μέσ.</b> <b>ιατρ.</b> εξαρθρώνομαι. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:16, 29 September 2017
English (LSJ)
A mark by boundaries : set a limit, μέχρις οὗ δεῖ ἔχειν . . Plu.2.226d; ἄνευ τοῦ περιορίζοντος without any boundary, ib.719e :—Pass., ἡγεμονία τῷ Ὠκεανῷ περιορισθεῖσα Id.Caes.58 ; τούτῳ διαστήματι περιωρίσθω Luc.Salt. 37. 2. draw up the description of the boundaries of a property, π. τὴν χώραν OGI225.30 (Didyma, iii B. C.):—Pass., ἀπὸ τῶν περιωρισμένων τόπων SIG1231.9(Nicomedia, iii/iv A. D.). II banish, Lat. deportare, ἐν νήσῳ-ορισθείς D.C.76.5, cf. Just.Nov.42.3Intr. (Pass.). 2 dislocate, Apollon.Cit.1 (Pass.).
German (Pape)
[Seite 585] rings umgränzen, Plut. Caes. 58; genau bestimmen, erklären, Sp.; τούτῳ διαστήμα τι περιωρίσθω ἡ τοῦ ὀρχηστοῦ πολυμάθεια, Luc. de salt. 37.
Greek (Liddell-Scott)
περιορίζω: περικλείω ἐντὸς ὁρίων, ὁροθετῶ, μέχρις οὗ δεῖ ἔχειν .. Πλούτ. 2. 226C· ἄνευ τοῦ περιορίζοντος, ἄνευ ὁρίου τινός, αὐτόθι 719Ε. - Παθ., ἡγεμονία τῷ Ὠκεανῷ περιορισθεῖσα ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 58· τούτῳ διαστήματι περιωρίσθω Λουκ. π. Ὀρχ. 37· ἐκ τῶν περιωρισμένων τόπων Συλλ. Ἐπιγρ. 3777. 9. ΙΙ. ἐξορίζω, πρβλ. περιωθέω.
French (Bailly abrégé)
1 circonscrire ; définir avec soin, préciser;
2 reléguer, déporter, bannir.
Étymologie: περί, ὁρίζω.
Greek Monolingual
ΝΜΑ ορίζω
1. θέτω όρια γύρω από κάτι, περικλείω κάτι μέσα σε όρια (α. «περιορίζεται σε φραγμένο χώρο» β. «ἄνευ τοῡ περιορίζοντος» — χωρίς όριο, χωρίς σύνορο, Πλούτ.)
2. θέτω όρια, βάζω φραγμούς σε κάτι, μετριάζω (α. «περιορίζω τα έξοδά μου» β. «ὀρέξεις αὐταρκείᾳ περιορίζονται», Κλημ.)
3. επιβάλλω σε κάποιον να μείνει σε έναν χώρο, του απαγορεύω τις μετακινήσεις (α. «τήν περιόρισαν σε μοναστήρι» β. «ἐν νήσῳ περιορισθείς», Δίων Κάσσ.)
νεοελλ.
1. συγκρατώ κάποιον για να μην παρεκτρέπεται («έχει τα παιδιά του περιορισμένα»)
2. αρκούμαι («περιορίστηκε σε απλή διαμαρτυρία»)
3. γίνομαι έξαλλος από χαρά ή από λύπη («όλοι περιωριστήκασι με τση χαράς τη ζάλη», Ερωτόκρ.)
4. μέσ. περιορίζομαι
(για θηρίο) συσπειρώνομαι, κουλουριάζομαι («περιορίζεται, πετιέται, αίμ' ανθρώπινο ζητά», Σολωμ.)
5. (μτχ. μέσ. παρακμ.) περιορισμένος, -η, -ο
αυτός που βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο, από το κοινό μέτρο (α. «περιορισμένες δυνατότητες» β. «περιορισμένη αντίληψη»)
μσν.-αρχ.
1. συντέμνω, συμπυκνώνω («χιλίων γὰρ ἐτῶν περιοριζομένων εἰς μίαν ἡμέραν ἐν ὀφθαλμοῑς θεοῡ», Μεθόδ.)
2. ορίζω, καθορίζω («τῇ εὐπορίᾳ τοῡ ἄρτου τὴν ζωὴν περιορίζεται», Γρηγ. Νύσσ.)
3. περιγράφω
αρχ.
μέσ. ιατρ. εξαρθρώνομαι.