συμπάσχω: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
(39)
(39)
Line 24: Line 24:
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=(T WH συνπάσχω (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])); to [[suffer]] or [[feel]] [[pain]] [[together]] (in a [[medical]] [[sense]], as in [[Hippocrates]] (430 B.C.>) and Galen): to [[suffer]] evils (troubles, persecutions) in [[like]] [[manner]] [[with]] [[another]]: Romans 8:17.
|txtha=(T WH συνπάσχω (cf. [[σύν]], II. at the [[end]])); to [[suffer]] or [[feel]] [[pain]] [[together]] (in a [[medical]] [[sense]], as in [[Hippocrates]] (430 B.C.>) and Galen): to [[suffer]] evils (troubles, persecutions) in [[like]] [[manner]] [[with]] [[another]]: Romans 8:17.
}}
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[πάσχω]]<br /><b>1.</b> [[πάσχω]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> [[υφίσταμαι]] τα [[ίδια]] [[δεινά]], [[υποφέρω]] [[μαζί]] («[[εἴπερ]] συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[συμπονώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] το ίδιο («τοῑς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ [[σῶμα]] συμπάσχει», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ελεώ]] κάποιον.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ [[πάσχω]]<br /><b>1.</b> [[πάσχω]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> [[υφίσταμαι]] τα [[ίδια]] [[δεινά]], [[υποφέρω]] [[μαζί]] («[[εἴπερ]] συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[συμπονώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] το ίδιο («τοῑς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ [[σῶμα]] συμπάσχει», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ελεώ]] κάποιον.
|mltxt=ΝΜΑ [[πάσχω]]<br /><b>1.</b> [[πάσχω]] [[μαζί]] με άλλον<br /><b>2.</b> [[υφίσταμαι]] τα [[ίδια]] [[δεινά]], [[υποφέρω]] [[μαζί]] («[[εἴπερ]] συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[συμπονώ]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αισθάνομαι]] το ίδιο («τοῑς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ [[σῶμα]] συμπάσχει», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ελεώ]] κάποιον.
}}
}}

Revision as of 12:36, 29 September 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπάσχω Medium diacritics: συμπάσχω Low diacritics: συμπάσχω Capitals: ΣΥΜΠΑΣΧΩ
Transliteration A: sympáschō Transliteration B: sympaschō Transliteration C: sympascho Beta Code: sumpa/sxw

English (LSJ)

   A have the same thing happen to one, οἱ τοὺς Χασμωμένους . . ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο σ. Pl.Chrm.169c, cf. Ep.Rom.8.17; θαυμαστὸν . . τὸ συμπάσχειν τὰς τραγέας Thphr.Od.62.    II c. dat., to be affected in common with, ἀλλήλοις Arist.APr.70b16; commotiunculis, Cic.Att.12.11; προσώποις, of a mimic dancer, IG14.2124.3 (Rome, ii/iii A.D.); τοῖς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ σῶμα σ. Arist.Phgn.805a6; εἰ [ὅλον τὸ σῶμα] σ. τι τῇ ἀκοῇ Thphr.Sens.57; τοῖς ἀναπνευστικοῖς ὀργάνοις τὸ ἧπαρ σ. Gal.18(1).25, cf. 16.555, Sor.2.20, al.    III have a fellow-feeling, sympathize, feel sympathy, Pl.R.605d, Antiph. 84, Sor.1.4. Cf. συμπαθέω.

German (Pape)

[Seite 985] (s. πάσχω), mit, zugleich, zusammen leiden, mit in Leidenschaft gerathen, in denselben Zustand, dieselbe Beschaffenheit versetzt werden; ὥςπερ οἱ τοὺς χασμωμένους καταντικρὺ ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο ξυμπάσχουσι, Plat. Charm. 169 c; Antiphan. in B. A. 114; ταῖς τινος ἀτυχίαις, Pol. 4, 7, 3, vgl. 15, 19, 4; a. Sp., wie Plut.

Greek (Liddell-Scott)

συμπάσχω: πάσχω τὸ αὐτό, παθαίνω τὸ ἴδιον πρᾶγμα, οἱ τοὺς χασμωμένους καταντικρὺ ὁρῶντες ταὐτὸν τοῦτο ξυμπάσχουσιν Πλάτ. Χαρμ. 169C. II. μετὰ δοτ., ὁμοίως διατίθεμαι, τὰ αὐτὰ αἰσθάνομαι, ἀλλήλοις Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 2. 27, 9· τοῖς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ σῶμα σ. ὁ αὐτ. ἐν Φυσιογν. 1, 2· τοῖς ἀναπνευστικοῖς ὀργάνοις τὸ ἧπαρ σ. Γαλην. εἰς Ἱππ. Ἀφορ. 6. 16. ΙΙΙ. ἔχω κοινὸν αἴσθημα, αἰσθάνομαι συμπάθειαν, συμπαθῶ πρός τινα, Πλάτ. Πολ. 605D· ἐλεῶ, Ἀντιφάνης ἐν «Διδύμοις» 5. ― Πρβλ. συμπαθέω.

French (Bailly abrégé)

éprouver les mêmes sentiments ; sympathiser avec, compatir à, τινι.
Étymologie: σύν, πάσχω.

English (Strong)

from σύν and πάσχω (including its alternate); to experience pain jointly or of the same kind (specially, persecution; to "sympathize"): suffer with.

English (Thayer)

(T WH συνπάσχω (cf. σύν, II. at the end)); to suffer or feel pain together (in a medical sense, as in Hippocrates (430 B.C.>) and Galen): to suffer evils (troubles, persecutions) in like manner with another: Romans 8:17.

Greek Monolingual

ΝΜΑ πάσχω
1. πάσχω μαζί με άλλον
2. υφίσταμαι τα ίδια δεινά, υποφέρω μαζίεἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν», ΚΔ)
3. συμπονώ
αρχ.
1. αισθάνομαι το ίδιο («τοῑς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ σῶμα συμπάσχει», Αριστοτ.)
2. ελεώ κάποιον.

Greek Monolingual

ΝΜΑ πάσχω
1. πάσχω μαζί με άλλον
2. υφίσταμαι τα ίδια δεινά, υποφέρω μαζίεἴπερ συμπάσχομεν ἵνα καὶ συνδοξασθῶμεν», ΚΔ)
3. συμπονώ
αρχ.
1. αισθάνομαι το ίδιο («τοῑς τῆς ψυχῆς παθήμασι τὸ σῶμα συμπάσχει», Αριστοτ.)
2. ελεώ κάποιον.