ὑπεραυξάνω: Difference between revisions
ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
(T22) |
(43) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=to [[increase]] [[beyond]] [[measure]]; to [[grow]] [[exceedingly]]: [[Andocides]] (405 B.C.>), Galen, [[Dio]] Cassius, others.) | |txtha=to [[increase]] [[beyond]] [[measure]]; to [[grow]] [[exceedingly]]: [[Andocides]] (405 B.C.>), Galen, [[Dio]] Cassius, others.) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὑπεραυξάνω]] ΝΜΑ, και ὑπεραύξω Α<br />[[αυξάνω]] υπέρμετρα [[κάτι]] («η [[πολιτική]] αυτή υπεραυξάνει τα ελλείμματα»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br /><b>(αμτβ.)</b> αυξάνομαι υπέρμετρα, [[παρουσιάζω]] υπερβολική [[αύξηση]] («ὑπεραυξάνει ἡ [[πίστις]] ὑμῶν καὶ πλεονάζει ἡ [[ἀγάπη]]», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>μέσ.</b> <i>ὑπεραύξομαι</i><br />αυξάνομαι, [[μεγαλώνω]] περισσότερο από [[κάτι]] [[άλλο]] («κάλαμοι... ῥιζοβολήσαντες ὑπεραύξονται τῶν [[ἀμπέλων]]», Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γίνομαι]] [[πάρα]] πολύ [[ισχυρός]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:49, 29 September 2017
English (LSJ)
and ὑπεραύξ-ω,
A increase above measure:—Pass., to be so increased, Gal.14.226; become over-powerful, And.4.24, D.C.79.15. 2 Pass.also, grow above, ὑπεραύξονται τῶν ἀμπέλων Sch.Ar.V.1282. II intr. in Act., grow or abound exceedingly, ὑπεραυξήσας (of a fish) Callisth. ap. Stob.4.36.16; ὑπεραυξάνει ἡ πίστις ὑμῶν 2 Ep.Thess.1.3.
German (Pape)
[Seite 1191] (s. αὐξάνω), über die Maaßen vergrößern, pass. übermäßig wachsen, Andoc. 4, 24 u. Sp., wie N. T.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεραυξάνω: καὶ -αύξω, αὐξάνω τι ὑπερμέτρως. - Παθ., αὐξάνομαι ὑπερμέτρως, Γαλην. τ. 14, σ. 226, 9· γίνομαι λίαν ἰσχυρός, πανίσχυρος, Ἀνδοκ. 32. 23, Δίων Κ. 79. 15. 2) ἐν τῷ παθ., αὐξάνομαι ὑπεράνω, κάλαμοι ἐνίοτε ῥιζοβολήσαντες ὑπεραύξονται τῶν ἀμπέλων Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 1282. ΙΙ. ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., αὐξάνομαι εἰς ὑπερβολήν, Καλλισθ. παρὰ Στοβ. τ. 100. 14, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Θεσσ. α΄ 3.
French (Bailly abrégé)
1 tr. accroître ou augmenter outre mesure;
2 intr. croître avec force.
Étymologie: ὑπέρ, αὐξάνω.
English (Strong)
from ὑπέρ and αὐξάνω; to increase above ordinary degree: grow exceedingly.
English (Thayer)
to increase beyond measure; to grow exceedingly: Andocides (405 B.C.>), Galen, Dio Cassius, others.)
Greek Monolingual
ὑπεραυξάνω ΝΜΑ, και ὑπεραύξω Α
αυξάνω υπέρμετρα κάτι («η πολιτική αυτή υπεραυξάνει τα ελλείμματα»)
μσν.-αρχ.
(αμτβ.) αυξάνομαι υπέρμετρα, παρουσιάζω υπερβολική αύξηση («ὑπεραυξάνει ἡ πίστις ὑμῶν καὶ πλεονάζει ἡ ἀγάπη», ΚΔ)
αρχ.
1. μέσ. ὑπεραύξομαι
αυξάνομαι, μεγαλώνω περισσότερο από κάτι άλλο («κάλαμοι... ῥιζοβολήσαντες ὑπεραύξονται τῶν ἀμπέλων», Σχόλ. Αριστοφ.)
2. γίνομαι πάρα πολύ ισχυρός.