φορτίζω: Difference between revisions
Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn
(T22) |
(45) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=[[perfect]] [[passive]] participle πεφορτισμένος; ([[φόρτος]], [[which]] [[see]]); to [[place]] a [[burden]] [[upon]], to [[load]]: φορτίζειν τινα [[φορτίον]] (on the [[double]] accusative [[see]] Buttmann, 149 (130)), to [[load]] [[one]] [[with]] a [[burden]] (of rites and unwarranted precepts), πεφορτισμένος '[[heavy]] laden' ([[with]] the [[burdensome]] requirements of the Mosaic [[law]] and of [[tradition]], and [[with]] the [[consciousness]] of [[sin]]), [[Hesiod]], Works, 692; Lucian, navig. 45; Anthol. 10,5, 5; ecclesiastical writings) (Compare: [[ἀποφορτίζομαι]].) | |txtha=[[perfect]] [[passive]] participle πεφορτισμένος; ([[φόρτος]], [[which]] [[see]]); to [[place]] a [[burden]] [[upon]], to [[load]]: φορτίζειν τινα [[φορτίον]] (on the [[double]] accusative [[see]] Buttmann, 149 (130)), to [[load]] [[one]] [[with]] a [[burden]] (of rites and unwarranted precepts), πεφορτισμένος '[[heavy]] laden' ([[with]] the [[burdensome]] requirements of the Mosaic [[law]] and of [[tradition]], and [[with]] the [[consciousness]] of [[sin]]), [[Hesiod]], Works, 692; Lucian, navig. 45; Anthol. 10,5, 5; ecclesiastical writings) (Compare: [[ἀποφορτίζομαι]].) | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=ΝΜΑ [[φορτίς]], -[[ίδος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (σχετικά με [[μπαταρία]]) [[ενισχύω]] το ηλεκτρικό [[φορτίο]], [[γεμίζω]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> [[προσδίδω]] ιδιαίτερο [[βάρος]], [[ένταση]], [[σημασία]] (α. «η [[αναφορά]] στο [[θέμα]] τών αγνοουμένων φόρτισε την [[ατμόσφαιρα]]» β. «φορτίζει τις φράσεις με έντονο [[πάθος]]»)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[φορτώνω]], [[τοποθετώ]] [[φορτίο]] [[επάνω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] (α. «φορτίσας τὸν ὄvov», Βάβρ.<br />β. «ὅτι φορτίζετε τοὺς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα», ΚΔ<br />γ. «οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι», ΚΔ). | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 29 September 2017
English (LSJ)
A load, φορτίσας τὸν ὄνον Babr.111.3; φορτία φ. τινάς load them with burdens, Ev.Luc.11.46; περισσῇ δαπάνῃ φ. τὰ κοινά Dörner Erlass des Statthalters von Asia Paullus Fabius Persicus 16; ὑδατὶς -ίζουσα τὸν ὀφθαλμόν encumbering, Paul.Aeg.6.14; αὐχένα φ. Aenigma Sphingis (ap.Sch.E.Ph.50):—Med., τὰ μείονα φορτίζεσθαι ship the smaller part of one's wealth, Hes.Op.690; φορτιούμενος μέλι to carry away a load of honey, Macho ap.Ath.13.582f: metaph., φυτεύειν καὶ φ. Phld.Vit.p.33J.—Pass., to be heavy laden, πεφορτισμένος Ev.Matt.11.28, cf. Luc.Nav.45.
German (Pape)
[Seite 1301] belasten, befrachten, beladen, Sp. – Im med., τὰ μείονα φορτίζεσθαι, den kleinern Theil seines Vermögens in sein Schiff laden, Hes. O. 692.
Greek (Liddell-Scott)
φορτίζω: μέλλ. -ίσω, φορτώνω, φορτίσας τὸν ὄνον Βαβρ. 116. 3· φορτίον φ. τινά, ἐπιτίθημι φορτίον εἴς τινα, Εὐαγγ. κ. Λουκ. ια΄, 46. ― Μέσ., τὰ μείονα φορτίζεσθαι, ἐμβιβάζω εἰς πλοῖον τὸ μικρότερον μέρος τῆς περιουσίας μου. Ἡσ. Ἔργ. καὶ Ἡμ. 688, πρβλ. Ἀνθ. Π. 10. 5· Ὑμήττιόν τε φορτιούμενος μέλι, καὶ νὰ φορτωθῇ Ὑμήττιον μέλι, Μάχων παρ’ Ἀθην. 582F. ― Παθ., φορτώνομαι βαρέα φορτία, πεφορτισμένος Λουκ. Πλοῖον ἢ Εὐχαὶ 45, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. ια΄, 28.
French (Bailly abrégé)
f. φορτίσω, att. φορτιῶ;
Pass. pf. πεφόρτισμαι;
charger d’un fardeau, acc..
Étymologie: φόρτος.
English (Strong)
from φόρτος; to load up (properly, as a vessel or animal), i.e. (figuratively) to overburden with ceremony (or spiritual anxiety): lade, by heavy laden.
English (Thayer)
perfect passive participle πεφορτισμένος; (φόρτος, which see); to place a burden upon, to load: φορτίζειν τινα φορτίον (on the double accusative see Buttmann, 149 (130)), to load one with a burden (of rites and unwarranted precepts), πεφορτισμένος 'heavy laden' (with the burdensome requirements of the Mosaic law and of tradition, and with the consciousness of sin), Hesiod, Works, 692; Lucian, navig. 45; Anthol. 10,5, 5; ecclesiastical writings) (Compare: ἀποφορτίζομαι.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ φορτίς, -ίδος
νεοελλ.
1. (σχετικά με μπαταρία) ενισχύω το ηλεκτρικό φορτίο, γεμίζω
2. μτφ. προσδίδω ιδιαίτερο βάρος, ένταση, σημασία (α. «η αναφορά στο θέμα τών αγνοουμένων φόρτισε την ατμόσφαιρα» β. «φορτίζει τις φράσεις με έντονο πάθος»)
μσν.-αρχ.
φορτώνω, τοποθετώ φορτίο επάνω σε κάποιον ή σε κάτι (α. «φορτίσας τὸν ὄvov», Βάβρ.
β. «ὅτι φορτίζετε τοὺς ἀνθρώπους φορτία δυσβάστακτα», ΚΔ
γ. «οἱ κοπιῶντες καὶ πεφορτισμένοι», ΚΔ).