ἀκροκνέφαιος: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
(2) |
(2) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἀκροκνέφαιος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται ή συντελείται [[κατά]] τη [[νύχτα]], το [[σούρουπο]], [[μόλις]] αρχίζει να σκοτεινιάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> [[κνεφαῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[κνέφας]] «[[σκότος]]»]. | |mltxt=[[ἀκροκνέφαιος]], -ον (Α)<br />αυτός που βρίσκεται ή συντελείται [[κατά]] τη [[νύχτα]], το [[σούρουπο]], [[μόλις]] αρχίζει να σκοτεινιάζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> [[κνεφαῖος]] <span style="color: red;"><</span> [[κνέφας]] «[[σκότος]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἀκροκνέφαιος:''' -ον ([[κνέφας]]), στην [[αρχή]] της νύχτας, στο [[λυκόφως]] ή [[σούρουπο]], σε Ησίοδ.· ομοίως και, ἀκρο-κνεφής, <i>-ές</i>, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 17:40, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A at beginning of night, in twilight, Hes.Op.567:—also ἀκρο-κνεφής, ές, of morning twilight, Luc.Lex.11, Id.Rh.Pr.17; cf. ἀκρόκνεφα· πρὸς ὄρθρον, Hsch.
German (Pape)
[Seite 83] mit Anfang der Dämmerung, Hes. op. 567 ἐπιτέλλεται Ἀρκτοῦρος, vom Spätaufgange des Arktur.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκροκνέφαιος: -ον, ὁ ἐν τῇ ἀρχῇ τῆς νυκτός, κατὰ τὰ σουρπώματα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 565˙ οὕτω καὶ ἀκροκνεφής, ές, Λουκ. Ρητ. διδ. 10, Λεξίφ. 11.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀκροκνεφής.
Spanish (DGE)
-ον
anochecido, vespertino, crepuscular, Ἀρκτοῦρος ... ἐπιτέλλεται ἀ. Hes.Op.567, cf. Sch.Ar.Ach.142.
Greek Monolingual
ἀκροκνέφαιος, -ον (Α)
αυτός που βρίσκεται ή συντελείται κατά τη νύχτα, το σούρουπο, μόλις αρχίζει να σκοτεινιάζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (ΙΙ) + κνεφαῖος < κνέφας «σκότος»].
Greek Monotonic
ἀκροκνέφαιος: -ον (κνέφας), στην αρχή της νύχτας, στο λυκόφως ή σούρουπο, σε Ησίοδ.· ομοίως και, ἀκρο-κνεφής, -ές, σε Λουκ.