βιαστής: Difference between revisions

From LSJ

διαμεμαστιγωμένην καὶ οὐλῶν μεστὴν ὑπὸ ἐπιορκιῶν καὶ ἀδικίας → striped all over with the scourge, and a mass of wounds, the work of perjuries and injustice

Source
(7)
(3)
Line 33: Line 33:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[βιαστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διαπράττει το [[αδίκημα]] του βιασμού<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />όποιος χρησιμοποιεί βία<br /><b>μσν.</b><br />[[επόπτης]], [[επιστάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ισχυρός]], [[δυνατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>βιάζομαι</i> «[[καταβάλλω]] κάποιον με τη δύναμή μου, [[χρησιμοποιώ]] βία»].
|mltxt=ο (AM [[βιαστής]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που διαπράττει το [[αδίκημα]] του βιασμού<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />όποιος χρησιμοποιεί βία<br /><b>μσν.</b><br />[[επόπτης]], [[επιστάτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ισχυρός]], [[δυνατός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <b>αρχ.</b> <i>βιάζομαι</i> «[[καταβάλλω]] κάποιον με τη δύναμή μου, [[χρησιμοποιώ]] βία»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''βιαστής:''' -οῦ, ὁ ([[βιάζω]]), αυτός που χρησιμοποιεί [[δύναμη]], [[βίαιος]] [[άνδρας]], σε Καινή Διαθήκη
}}
}}

Revision as of 18:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐαστής Medium diacritics: βιαστής Low diacritics: βιαστής Capitals: ΒΙΑΣΤΗΣ
Transliteration A: biastḗs Transliteration B: biastēs Transliteration C: viastis Beta Code: biasth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A = βιατάς, Ev.Matt.11.12.

German (Pape)

[Seite 444] ὁ, gewaltig, gewaltthätig, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

βιαστής: -οῦ, ὁ, = βιατάς, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ια΄, 12.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 qui use de violence;
2 qui prend de force, ravisseur.
Étymologie: βιάζω.

Spanish (DGE)

-οῦ
violento, usurpador, Eu.Matt.11.12, Clem.Al.Strom.5.3.16.

English (Abbott-Smith)

English (Strong)

from βιάζω; a forcer, i.e. (figuratively) energetic: violent.

English (Thayer)

βιαστου, ὁ (biazoo]);
1. strong, forceful: Pindar Ol. 9,114 (75); Pythagoras 4,420 (236; but Pindar only uses the form βιατας, so others).
2. using force, violent: Philo, agric. § 19. In βιασταί by whom the kingdom of God βιάζεται, i. e. who strive to obtain its privileges with the utmost eagerness and effort.

Greek Monolingual

ο (AM βιαστής)
νεοελλ.
αυτός που διαπράττει το αδίκημα του βιασμού
αρχ.-μσν.
όποιος χρησιμοποιεί βία
μσν.
επόπτης, επιστάτης
αρχ.
ισχυρός, δυνατός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. βιάζομαι «καταβάλλω κάποιον με τη δύναμή μου, χρησιμοποιώ βία»].

Greek Monotonic

βιαστής: -οῦ, ὁ (βιάζω), αυτός που χρησιμοποιεί δύναμη, βίαιος άνδρας, σε Καινή Διαθήκη