ὀρχέομαι: Difference between revisions
Ἀλλ᾽ ὑπ᾽ ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
(T22) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=ὀρχοῦμαι: 1st aorist ὠρχησαμην; (from [[χορός]], by [[transposition]] [[ὄρχος]]; cf. ά῾ρπω, [[ἁρπάζω]], and Latin rapio, [[μορφή]] and Latin forma; ([[but]] these supposed transpositions are [[extremely]] [[doubtful]], cf. [[Curtius]], § 189; Fick 4:207,167. Some [[connect]] [[ὀρχέομαι]] [[with]] the [[root]], argh, 'to [[put]] in [[rapid]] [[motion]]'; cf. Vanicek, p. 59)); to [[dance]]: [[Homer]] [[down]]; the Sept. for רָקַד, 2 Samuel 6:21.) | |txtha=ὀρχοῦμαι: 1st aorist ὠρχησαμην; (from [[χορός]], by [[transposition]] [[ὄρχος]]; cf. ά῾ρπω, [[ἁρπάζω]], and Latin rapio, [[μορφή]] and Latin forma; ([[but]] these supposed transpositions are [[extremely]] [[doubtful]], cf. [[Curtius]], § 189; Fick 4:207,167. Some [[connect]] [[ὀρχέομαι]] [[with]] the [[root]], argh, 'to [[put]] in [[rapid]] [[motion]]'; cf. Vanicek, p. 59)); to [[dance]]: [[Homer]] [[down]]; the Sept. for רָקַד, 2 Samuel 6:21.) | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ὀρχέομαι:''' ([[ὄρχος]]), παρατ. <i>ὠρχούμην</i>, μέλ. <i>ὀρχήσομαι</i>, αόρ. αʹ <i>ὠρχησάμην</i>· αποθ.,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[χορεύω]] σε [[σειρά]], [[ομάδα]] χορευτών, και, γενικά, [[χορεύω]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[δώσω]] [[τοι]] Τεγέην ὀρχήσασθαι, θα [[σου]] [[δώσω]] την [[Τεγέα]] για να χορεύεις σ' αυτή ή στη γης της, Χρησμός παρ' Ηροδ.· με σύστ. αντ., <i>Λακωνικὰ σχήματα ὀρχεῖσθαι</i>, [[χορεύω]] χορό με Λακωνικές φιγούρες, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> μτβ., αναπαριστώ με χορό παντομίμας, <i>ὀρχεῖσθαι τὸν Αἴαντα</i> (όπως στον Οράτιο, Cyclopa moveri), σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφ., [[αναπηδώ]], ὀρχεῖται [[καρδία]] φόβῳ, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 18:48, 30 December 2018
English (LSJ)
impf. ὠρχούμην: Ep. 3pl. pres. ὀρχεῦνται, impf. ὠρχεῦντο (v. infr.): fut.
A ὀρχήσομαι Ar.Th.1178, etc.: aor. ὠρχησάμην Anacr. 69, Hdt.6.129 ; inf. ὀρχήσασθαι Hom. (v. infr.):—Pass., aor. ὠρχήθην Euph.87:—dance, ἠΐθεοι καὶ παρθένοι . . ὠρχεῦντ' Il.18.594 ; Ἅλιον καὶ Λαοδάμαντα κέλευσε μουνὰξ ὀρχήσασθαι Od.8.371, cf. 14.465 ; πόσσ' ἁπαλοῖσιν ὀρχεῦνται Hes.Th.4 ; ὀ. πρὸς ὅπλα, of the Pyrrhic dance, Demetr.Sceps. ap. Ath.4.155b ; ἐν ῥυθμῷ X.Cyr.1.3.10 ; ὀρχεῖσθαι ταῖς χερσί (cf. χειρονομέω) Antiph.113.1 : c. acc. loci, δώσω τοι Τεγέην ποσσίκροτον ὀρχήσασθαι to dance in or on, Orac. ap. Hdt. 1.66, cf. Euph.l.c. (Pass.): also c. acc. cogn., Λακωνικὰ σχημάτια ὀρχεῖσθαι dance Laconian steps, Id.6.129 ; ὀ. τὸ Περσικόν X.Cyr.8.4.12 ; ὀ. πρὸς τὸν αὐλὸν σχήματα Id.Smp.7.5 ; ὀ. τὸν ὅρμον Luc.Salt.II sq., etc.:—Pass., τῶν ὕμνων οἳ μὲν ὠρχοῦντο οἳ δὲ οὐκ ὠρχοῦντο Ath.14.631d. 2 represent by dancing or pantomime, ὀρχεῖσθαι τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν, ὀ. τὸν Αἴαντα, Luc.Salt.80, 83, cf. AP9.248 (Boeth.), 11.254 (Lucill.). II metaph., leap, bound, ὀρχεῖται δὲ καρδία φόβῳ A.Ch.166, cf. Anaxandr.59 ; Θεσσαλίη ὠρχήσατο Thessaly shook, trembled, Call.Del.139. III Act. ὀρχέω, make to dance (v. Pl.Cra.407a), is used by Ion Trag.50, ἐκ τῶν ἀέλπτων μᾶλλον ὤρχησεν φρένας made my heart leap (so codd. Ath., ὤρχησαι Nauck); but ὀρκῆσι in Ar.Th.1179 is a barbarism for ὀρχῆται.
German (Pape)
[Seite 389] (ἔρχομαι, nicht mit χορός zusammenhangend), dep. med., tanzen, hüpfen, springen; Il. 18, 594 Od. 8, 371; οἶνος ὀρχήσασθαι ἀνῆκεν, 14, 465; ὀρχεῖται δὲ καρδία φόβῳ, Aesch. Ch. 165, es klopft vor Furcht; Ar. Nubb. 765 Pax 326 u. öfter; u. in Prosa, ὀρχήσατο Λακωνικὰ σχημάτια Her. 6, 129, vgl. Xen. Conv. 7, 5, wie auch sonst der Tanz im acc. hinzugefügt wird, τὸ Περσικόν, Cyr. 8, 4, 12; vgl. Ath. I c. 40; – Plat. Crat. 407 a sagt τὸ αὑτὸν μετεωρίζειν ὀρχεῖσθαι καλοῦμεν, u. vrbdt es mit ᾄδειν, Legg. VII, 803 e; οἷον ὀρχεῖσθον παίζοντε, Euthyd. 277 e; Xen. An. 5, 4, 34 u. Sp., wie Pol. 24, 6, 11. – Bei Sp. pantomimisch, durch den Tanz darstellen, ὠρχήσατο τὴν Ἀφροδίτης καὶ Ἄρεος μοιχείαν, Luc. de salt. 63; τὸν Αἴαντα, 83; τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν, 80; Antiphan. bei Ath. IV, 134 b sagt auch οὐχ ὁρᾷς ὀρχούμενον ταῖς χερσὶ τὸν βάκηλον. – Uebh. = κινεῖσθαι καὶ ἐρεθίζεσθαι, Ath. I c. 37, der Beispiele aus Isocr. u. aus Ion sogar das act. anführt, ὤρχησεν φρένας, d. i. ἠρέθισε, ἐκίνησε, wo er auch von der Ableitung des Wortes spricht.
Greek (Liddell-Scott)
ὀρχέομαι: παρατ. ὠρχούμην, συνηρ. παρ’ Ὁμ. (ἴδε κατωτ.)· μέλλ. ὀρχήσομαι Ἀριστοφ. Θεσμ. 1178, κτλ.: ἀόρ. ὠρχησάμην Ἀνακρ. 69, (ἀπ-) Ἡρόδ. 6. 129· ἀπαρ. ὀρχήσασθαι Ὅμ.· πρβλ. ἀπ-, κατορχέομαι· ἀποθ.· (ἴδε ἐν τέλ.). Χορεύω, «ἀρχιοῦμαι» (ἀρκιοῦμαι ἐν Ἀρτάκῃ τῆς Κυζίκου ἐπὶ ἑνὸς ὀρχουμένου ἢ δύο), ἠίθεοι καὶ παρθένοι..ὠρχεῦντ’ Ἰλ. Σ. 594· Λαοδάμαντα κέλευσεν μουνὰξ ὀρχήσασθαι Ὀδ. Θ. 371, πρβλ. Ξ. 465· πόσσ’ ἀπαλοῖσιν ὀρχεῦνται Ἡσ. Θ. 4· Φρύνιχος ὁ ὀρχησάμενος, ὁ ὀρχηστής, Ἀνδοκ. 7. 22· ὀ. πρὸς ὅπλα, ἐπὶ τοῦ πυρριχίου χοροῦ, Δημήτριος ὁ Σκήψιος παρ’ Ἀθην. 115 Β· ἐν ῥυθμῷ Ξεν. Κύρ. 1. 3, 10· ὀρχεῖσθαι ταῖς χερσὶ (ὡς τὸ χειρονομέειν παρ’ Ἡροδ.) Ἀντιφάνης ἐν «Καρσὶν» 1· ― μετ’ αἰτ. τόπου, δώσοι τοι Τεγέην ποσσίκροτον ὀρχήσασθαι, ἵνα χορεύσῃς ἐν αὐτῇ, Χρησμ. παρ’ Ἡροδ. 1. 66· ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., Λακωνικὰ σχήματα ὀρχεῖσθαι, κατὰ τὸν Λακωνικὸν βηματισμόν, Ἡρόδ. 6. 129· ὀρχ. τὸ Περσικὸν Ξεν. Κύρ. 8. 4, 12· πρὸς τὸν αὐλὸν σχήματα ὀρχ. ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 7.5· ὕμνον ὀρχ. Ἀθήν. 631D ὀρχ. τὸν ὅρμον Λουκ. περὶ Ὀρχ. 11 κἑξ., κτλ.· πρβλ. καρπαία. 2) πράγματι μεταβατ., παριστάνω δι’ ὀρχήσεως ἢ παντομιμικῶν κινήσεων, ὀρχεῖσθαι τὴν τοῦ Κρόνου τεκνοφαγίαν, ὀρχ. τὸν Αἴαντα Λουκ. περὶ Ὀρχ. 80, 83, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 248., 11. 254, Valck. Adon. σ. 398 (οὕτω παρ’ Ὁρατ., Cyclopa moveri, 1 Sat. 5. 63· Satyrum saltare 2 Ep. 2. 125). ΙΙ. μεταφορ., πηδῶ, σκιρτῶ, ὀρχεῖται δὲ καρδία φόβῳ Αἰσχύλ. Χο. 167, Ἀναξανδρ. ἐν Ἀδήλ. 8, Ἴων ἔνθα κατωτ.· Θεσσαλίη ὠρχήσατο, ἐσείσθη, ἔτρεμε, Καλλ. εἰς Δῆλ. 139. ΙΙΙ.τὸ ἐνεργ. ὀρχέω, κάμνω τινὰ νὰ χορεύσῃ (ἴδε Πλάτ. Κρατ. 407Α) εἶναι ἐν χρήσει παρ’ Ἴωνι ἐν Ἀθην. 21Α, φρένας ἐκ τῶν ἀέλπτων μᾶλλον ὤρχησεν, ἔκαμε τὴν καρδίαν νὰ σκιρτᾷ· ἀλλὰ τὸ ὀρκῆσι ἐν Ἀριστοφ. Θεσμ. 1179 εἶναι βαρβαρισμὸς ἀντὶ ὀρχησάσθω. (Πιθ. ἐκ τοῦ ὄρχος, ὡς ἐν τῇ Γερμ. Reige, Reihe σημαίνει σειρὰν ὀρχηστῶν.)
English (Autenrieth)
ipf. du. ὠρχείσθην, 3 pl. ὠρχεῦντο, aor. inf. ὀρχήσασθαι: dance.
English (Strong)
middle voice from orchos (a row or ring); to dance (from the ranklike or regular motion): dance.
English (Thayer)
ὀρχοῦμαι: 1st aorist ὠρχησαμην; (from χορός, by transposition ὄρχος; cf. ά῾ρπω, ἁρπάζω, and Latin rapio, μορφή and Latin forma; (but these supposed transpositions are extremely doubtful, cf. Curtius, § 189; Fick 4:207,167. Some connect ὀρχέομαι with the root, argh, 'to put in rapid motion'; cf. Vanicek, p. 59)); to dance: Homer down; the Sept. for רָקַד, 2 Samuel 6:21.)
Greek Monotonic
ὀρχέομαι: (ὄρχος), παρατ. ὠρχούμην, μέλ. ὀρχήσομαι, αόρ. αʹ ὠρχησάμην· αποθ.,
I. 1. χορεύω σε σειρά, ομάδα χορευτών, και, γενικά, χορεύω, σε Όμηρ. κ.λπ.· δώσω τοι Τεγέην ὀρχήσασθαι, θα σου δώσω την Τεγέα για να χορεύεις σ' αυτή ή στη γης της, Χρησμός παρ' Ηροδ.· με σύστ. αντ., Λακωνικὰ σχήματα ὀρχεῖσθαι, χορεύω χορό με Λακωνικές φιγούρες, σε Ηρόδ.
2. μτβ., αναπαριστώ με χορό παντομίμας, ὀρχεῖσθαι τὸν Αἴαντα (όπως στον Οράτιο, Cyclopa moveri), σε Λουκ.
II. μεταφ., αναπηδώ, ὀρχεῖται καρδία φόβῳ, σε Αισχύλ.