ἰδιωτικός: Difference between revisions
Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ιδιωτικός]], -ή, -όν) [[ιδιώτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιδιώτη (α. «ιδιωτικά δάνεια» — δάνεια που δόθηκαν από ιδιώτη και όχι από το [[δημόσιο]]» β. «ιδιωτικό [[σχολείο]]» γ. «εἰς πύργον μέγαν... ἰδιωτικόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ιδιωτικά συμβόλαια» — συμβόλαια που γίνονται [[μεταξύ]] ιδιωτών<br /><b>2.</b> «ιδιωτική [[κατηγορία]]» — η [[άσκηση]] ποινικής αγωγής από αδικημένο [[άτομο]]<br /><b>3.</b> «ιδιωτικό [[δίκαιο]]» — το [[δίκαιο]] που ρυθμίζει τις σχέσεις τών ατόμων [[μεταξύ]] τους<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έγινε από [[άπειρο]] άνθρωπο<br /><b>2.</b> ο [[ιδιόκτητος]]<br /><b>3.</b> [[κοσμικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[ιερό]] ή τον εκκλησιαστικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο, ύφος, [[έκφραση]]) αυτός που λέχθηκε άτεχνα, άκομψα<br /><b>2.</b> (για [[γλώσσα]]) χυδαία<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν έχει ειδικό [[επάγγελμα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α. «ἰδιωτικὸν [[σύγγραμμα]]» — [[σύγγραμμα]] που δεν έχει πολιτικό [[περιεχόμενο]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «ἰδιωτικὸς [[κανών]]» — [[φόρος]] που επιβαλλόταν σε ιδιώτη για γη που του ανήκε<br />γ. «ἰδιωτικὸς [[οἰωνός]]» — [[οιωνός]] που δεν προλέγει [[σημαντικά]] πράγματα<br />δ) «[[ἰδιωτικός]] [[βίος]]» — [[μοναχικός]] [[βίος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιωτικώς</i> και -<i>ά</i> (Α ἰδιωτικῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με τρόπο που αρμόζει σε ιδιώτη<br /><b>2.</b> ατομικά, προσωπικά<br /><b>3.</b> εμπιστευτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ατέχνως<br /><b>2.</b> με ειδικό τρόπο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἰδιωτικῶς τὸ [[σῶμα]] ἔχω» — [[αμελώ]] τις σωματικές ασκήσεις. | |mltxt=-ή, -ό (ΑΜ [[ιδιωτικός]], -ή, -όν) [[ιδιώτης]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιδιώτη (α. «ιδιωτικά δάνεια» — δάνεια που δόθηκαν από ιδιώτη και όχι από το [[δημόσιο]]» β. «ιδιωτικό [[σχολείο]]» γ. «εἰς πύργον μέγαν... ἰδιωτικόν», <b>Ηρόδ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «ιδιωτικά συμβόλαια» — συμβόλαια που γίνονται [[μεταξύ]] ιδιωτών<br /><b>2.</b> «ιδιωτική [[κατηγορία]]» — η [[άσκηση]] ποινικής αγωγής από αδικημένο [[άτομο]]<br /><b>3.</b> «ιδιωτικό [[δίκαιο]]» — το [[δίκαιο]] που ρυθμίζει τις σχέσεις τών ατόμων [[μεταξύ]] τους<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> αυτός που έγινε από [[άπειρο]] άνθρωπο<br /><b>2.</b> ο [[ιδιόκτητος]]<br /><b>3.</b> [[κοσμικός]], σε [[αντιδιαστολή]] [[προς]] τον [[ιερό]] ή τον εκκλησιαστικό<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για λόγο, ύφος, [[έκφραση]]) αυτός που λέχθηκε άτεχνα, άκομψα<br /><b>2.</b> (για [[γλώσσα]]) χυδαία<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) αυτός που δεν έχει ειδικό [[επάγγελμα]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> α. «ἰδιωτικὸν [[σύγγραμμα]]» — [[σύγγραμμα]] που δεν έχει πολιτικό [[περιεχόμενο]] (<b>Πλάτ.</b>)<br />β) «ἰδιωτικὸς [[κανών]]» — [[φόρος]] που επιβαλλόταν σε ιδιώτη για γη που του ανήκε<br />γ. «ἰδιωτικὸς [[οἰωνός]]» — [[οιωνός]] που δεν προλέγει [[σημαντικά]] πράγματα<br />δ) «[[ἰδιωτικός]] [[βίος]]» — [[μοναχικός]] [[βίος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ιδιωτικώς</i> και -<i>ά</i> (Α ἰδιωτικῶς)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> με τρόπο που αρμόζει σε ιδιώτη<br /><b>2.</b> ατομικά, προσωπικά<br /><b>3.</b> εμπιστευτικά<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ατέχνως<br /><b>2.</b> με ειδικό τρόπο<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἰδιωτικῶς τὸ [[σῶμα]] ἔχω» — [[αμελώ]] τις σωματικές ασκήσεις. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰδιωτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που χαρακτηρίζει ή αναφέρεται σε ιδιώτη, [[ιδιωτικός]], σε Ηρόδ., Αττ.<br /><b class="num">II.</b> μη κατασκευασμένος με τους κανόνες της τέχνης, [[άξεστος]], [[άτεχνος]], ερασιτεχνικός, σε Πλάτ. — επίρρ., [[ἰδιωτικῶς]] τὸ [[σῶμα]] ἔχειν, δηλ. [[παραμελώ]] τις γυμναστικές ασκήσεις, σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:20, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for a private person, private, σῖτος καὶ ἑωυτοῦ καὶ ἰ. Hdt.1.21; πύργος Id.4.164; opp. δημόσιος, ἱερά SIG1015.9 (Halic.); opp. κοινός, οἰκίαι ib.987.5 (Chios, iv B.C.); opp. βασιλικός, Pl.Criti.117b, cf. Isoc.9.72; ἰ. σύγγραμμα, opp. πολιτικόν, Pl.Phdr.258d; ἰ. τριήρεις, opp. the Paralos, D.21.174; οἰωνὸς οὐκ ἰ., i.e. indicating royalty, X.An.6.1.23; ἰ. τράπεζα private bank, PLond.3.1168.21 (i A.D.); δάνεια, opp. δημόσια, ib.932.8 (iii A.D.); συμβόλαια D.H.10.57; ἰ. λόγοι speeches in private suits, Id.Dem.56; καθαρὸς ἀπὸ δημοσίου ἢ ἰ. free from public or private encumbrance, BGU446.15 (ii A.D.); ἰ. κανών impost on private land, POxy.2124.10 (iv A.D.). II not done by rules of art, unprofessional, amateurish, Pl.Euthd.282d; φαῦλον καὶ ἰ. Id.Hp.Ma.287a, Ion532e; λέξις S.E.M.1.234; λήμματα Gal. 5.213; of language, commonplace, everyday, τὸ ἰ. Arist.Po.1458a21, 32, cf. D.L.10.13 (Sup.); but also, vulgar, Phld.Po.2.71, Longin. 43.1. Adv., μὴ φαύλως μηδὲ -κῶς Pl.Lg.966e; ἰ. καὶ γελοίως Id.Euthd.278d; ἰ. ἔχειν Id.Cra.394a; ἰ. τὸ σῶμα ἔχειν, i.e. to neglect gymnastic exercises, Id.Lg.839e, X.Mem.3.12.1; also, in a special way, Phld.D.3.8. III of persons, unprofessional, Apollon.Cit. 3. IV ἄρτοι ἰ. common bread, UPZ94.17 (ii B.C.). V ἰ. βίος cloistered life, Marcellin.Puls.138.
German (Pape)
[Seite 1238] den Privatmann betreffend; σῖτος καὶ ἑωυτοῦ (βασιλέως) καὶ ἰδιωτικός Her. 1, 21; Ggstz von βασιλικός, Plat. Critia 117 b; εἴτε πολιτικὸν σύγγραμμα εἴτε ἰδιωτικόν Phaedr. 258 d; λόγοι Rep. VI, 492 d; Folgde; λόγοι, Privatsachen, D. Hal. de vi Dem. 56. – Kunstlos, unerfahren, unwissend, Plat. Ion 532 b Euthyd. 282 d u. Sp.; ὑπόνοια, dem συνετός entggstzt, S. Emp. adv. phys. 1, 63. – Adv., ἰδιωτικῶς ἔχειν, unerfahren sein, Plat. Crat. 394 a; aber εὖ τὸ σῶμα ἔχων καὶ μὴ ἰδιωτικῶς ἢ φαύλως Legg. VIII, 839 e bezieht sich, wie Xen. Mem. 3, 12, 1 ff., auf vernachlässigte Ausbildung des Körpers durch die gymnastischen Uebungen. Auch vom Ausdrucke, gemein, Arist. poet. 22.
Greek (Liddell-Scott)
ἰδιωτικός: -ή, -όν, ἀνήκων εἰς ἰδιώτην, σῖτος καὶ ἑαυτοῦ (τοῦ τυραννεύοντος τῆς Μιλήτου Θρασυβούλου) καὶ ἰδιωτικὸς Ἡρόδ. 1. 21· ἐς πύργον μέγαν... καταφυγόντας ἰδιωτικὸν 4. 164· ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ βασιλικός, Πλάτ. Κριτί. 117Β· πρὸς τὸ πολιτικός, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρ. 258D· ίδιωτικὴ τριήρης, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν Πάραλον, Δημ. 570, ἐν τέλ.· οἰωνός οὐκ ίδιωτικός, οὐχὶ ἐκ τῶν συνήθων, ἀλλὰ προμηνύων μέγα τι, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 23· ἰδιωτικοὶ λόγοι, ὑποθέσεις ἰδιωτικαί, Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 56. ΙΙ. μὴ πεποιημένος κατὰ τοὺς κανόνας τῆς τέχνης, ἄξεστος, ἄτεχνος, Πλάτ. Εὐθύδημ. 282D· φαῦλον καὶ ἰδιωτικὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. Μείζ. 287, ἐν Ἴωνι 532D, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 234· τὸ ἰδ. ἐν τῇ λέξει Ἀριστ. Ποιητ. 22. 7 κἑξ.· ἐν τῷ Ἐπιρρ., μὴ φαύλως μηδὲ ἰδιωτικῶς Πλάτ. Νόμ. 966Ε, πρβλ. 839Ε· ἰδιωτικῶς καὶ γελοίως ὁ αὐτ. ἐν Εὐθυδ. 278D· ἰδιωτικῶς ἔχειν ὁ αὐτ. ἐν Κρατ. 394Α· οὕτως, ἰδιωτικῶς τὸ σῶμα ἔχειν, ἀμελεῖν τῶν σωματικῶν ἀσκήσεων, Ξεν. Ἀπομν. 3. 12, 1· - πρβλ. ἰδιώτης ΙΙΙ.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 d’homme privé, de simple particulier, de simple citoyen : ἰδιωτικὴ τριήρης DÉM galère privée, p. opp. à la galère Paralienne;
2 qui concerne les gens du commun, les ignorants ; trivial, vulgaire.
Étymologie: ἰδιώτης.
Greek Monolingual
-ή, -ό (ΑΜ ιδιωτικός, -ή, -όν) ιδιώτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ιδιώτη (α. «ιδιωτικά δάνεια» — δάνεια που δόθηκαν από ιδιώτη και όχι από το δημόσιο» β. «ιδιωτικό σχολείο» γ. «εἰς πύργον μέγαν... ἰδιωτικόν», Ηρόδ.)
νεοελλ.
φρ.
1. «ιδιωτικά συμβόλαια» — συμβόλαια που γίνονται μεταξύ ιδιωτών
2. «ιδιωτική κατηγορία» — η άσκηση ποινικής αγωγής από αδικημένο άτομο
3. «ιδιωτικό δίκαιο» — το δίκαιο που ρυθμίζει τις σχέσεις τών ατόμων μεταξύ τους
μσν.
1. αυτός που έγινε από άπειρο άνθρωπο
2. ο ιδιόκτητος
3. κοσμικός, σε αντιδιαστολή προς τον ιερό ή τον εκκλησιαστικό
αρχ.
1. (για λόγο, ύφος, έκφραση) αυτός που λέχθηκε άτεχνα, άκομψα
2. (για γλώσσα) χυδαία
3. (για πρόσ.) αυτός που δεν έχει ειδικό επάγγελμα
4. φρ. α. «ἰδιωτικὸν σύγγραμμα» — σύγγραμμα που δεν έχει πολιτικό περιεχόμενο (Πλάτ.)
β) «ἰδιωτικὸς κανών» — φόρος που επιβαλλόταν σε ιδιώτη για γη που του ανήκε
γ. «ἰδιωτικὸς οἰωνός» — οιωνός που δεν προλέγει σημαντικά πράγματα
δ) «ἰδιωτικός βίος» — μοναχικός βίος.
επίρρ...
ιδιωτικώς και -ά (Α ἰδιωτικῶς)
νεοελλ.
1. με τρόπο που αρμόζει σε ιδιώτη
2. ατομικά, προσωπικά
3. εμπιστευτικά
αρχ.
1. ατέχνως
2. με ειδικό τρόπο
3. φρ. «ἰδιωτικῶς τὸ σῶμα ἔχω» — αμελώ τις σωματικές ασκήσεις.
Greek Monotonic
ἰδιωτικός: -ή, -όν,
I. αυτός που χαρακτηρίζει ή αναφέρεται σε ιδιώτη, ιδιωτικός, σε Ηρόδ., Αττ.
II. μη κατασκευασμένος με τους κανόνες της τέχνης, άξεστος, άτεχνος, ερασιτεχνικός, σε Πλάτ. — επίρρ., ἰδιωτικῶς τὸ σῶμα ἔχειν, δηλ. παραμελώ τις γυμναστικές ασκήσεις, σε Ξεν.