κιβωτός: Difference between revisions
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
(20) |
(5) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[κιβωτός]])<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[θήκη]] στην οποία φυλάγονται ιερά κειμήλια («Κιβωτός της Διαθήκης» ή «Κιβωτός του Μαρτυρίου» — [[μεγάλη]] [[θήκη]] στην οποία οι Ισραηλίτες φύλαγαν τις πλάκες του Μωυσή, τη [[στάμνα]] του [[μάννα]] και τη ράβδο του Ααρών)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Κιβωτός του Νώε» — το μεγάλο [[πλοίο]] [[μέσα]] στο οποίο ο Νώε διασώθηκε από τον κατακλυσμό («[[ἄχρι]] ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «Κιβωτός της Ελληνικής Γλώσσης» — μεγάλο [[λεξικό]] της ελληνικής γλώσσας που άρχισε να εκδίδεται το 1819 στην Κωνλη με την [[εποπτεία]] του πατριαρχείου, [[αλλά]] την [[έκδοση]] διέκοψε βιαίως τον Απρίλιο 1821 ο [[τουρκικός]] όχλος<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[χώρος]] [[ιερής]] παρακαταθήκης και σωτηρίας («το [[πανεπιστήμιο]] [[είναι]] η [[κιβωτός]] τών ιδεών της ελευθερίας»)<br /><b>μσν.</b><br />[[κύβος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ξύλινη [[θήκη]], [[κιβώτιο]], [[σεντούκι]], [[κασέλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται σημιτική [[προέλευση]] του, όπως και του [[κίβισις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κιβωτίδιο]](<i>ν</i>), [[κιβώτιο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κιβωτάριον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[κιβωτοειδής]], [[κιβωτοποιός]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>κιωτόκρυπτος</i>, <i>κιβωτοτετράπλευρος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κιβωτάμαξα]]]. | |mltxt=η (ΑΜ [[κιβωτός]])<br /><b>1.</b> [[μεγάλη]] [[θήκη]] στην οποία φυλάγονται ιερά κειμήλια («Κιβωτός της Διαθήκης» ή «Κιβωτός του Μαρτυρίου» — [[μεγάλη]] [[θήκη]] στην οποία οι Ισραηλίτες φύλαγαν τις πλάκες του Μωυσή, τη [[στάμνα]] του [[μάννα]] και τη ράβδο του Ααρών)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «Κιβωτός του Νώε» — το μεγάλο [[πλοίο]] [[μέσα]] στο οποίο ο Νώε διασώθηκε από τον κατακλυσμό («[[ἄχρι]] ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν», ΚΔ)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «Κιβωτός της Ελληνικής Γλώσσης» — μεγάλο [[λεξικό]] της ελληνικής γλώσσας που άρχισε να εκδίδεται το 1819 στην Κωνλη με την [[εποπτεία]] του πατριαρχείου, [[αλλά]] την [[έκδοση]] διέκοψε βιαίως τον Απρίλιο 1821 ο [[τουρκικός]] όχλος<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>μτφ.</b> [[χώρος]] [[ιερής]] παρακαταθήκης και σωτηρίας («το [[πανεπιστήμιο]] [[είναι]] η [[κιβωτός]] τών ιδεών της ελευθερίας»)<br /><b>μσν.</b><br />[[κύβος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />ξύλινη [[θήκη]], [[κιβώτιο]], [[σεντούκι]], [[κασέλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται σημιτική [[προέλευση]] του, όπως και του [[κίβισις]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[κιβωτίδιο]](<i>ν</i>), [[κιβώτιο]](<i>ν</i>)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[κιβωτάριον]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.-μσν.</b> [[κιβωτοειδής]], [[κιβωτοποιός]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>κιωτόκρυπτος</i>, <i>κιβωτοτετράπλευρος</i><br /><b>νεοελλ.</b><br />[[κιβωτάμαξα]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῑβωτός:''' ἡ, ξύλινο [[κουτί]], [[θήκη]], [[σεντούκι]], σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A box, chest, coffer, Hecat.368 J., Simon.239, Eup.228.4, Ar.Eq.1000, V.1056 (anap.), Lys.12.10, Thphr.Char.18.4, IG22.1388.73; κ. δίθυρος, τετράθυρος, ib.12.330; ἱερά, δημοσία κ., Inscr.Délos 442 A 2,75 (ii B.C.); Noah's ark, LXX Ge.6.14; the ark of Moses, ib.Ex.25.9(10), al.; πέπτωκεν εἰς κ. has been deposited in the archives, UPZ 126 (iii B.C.), etc.; opp. κίστη (q.v.). (Perh. a v.l. in Il.24.228, cf. Sch.adloc. Suid. cites κίβος as the radic. form.)
German (Pape)
[Seite 1436] ἡ, hölzerner Kasten, Kiste, Schrank; Ar. Equ. 996 Vesp. 1056; Ath. III, 84 a u. Sp. Vgl. κίβος, κίβισις. [Spätere Dichter, wie Greg. Naz., brauchen ι kurz.]
Greek (Liddell-Scott)
κῑβωτός: ἡ, ξύλινον κιβώτιον ἢ θήκη, Τουρκ. «σανδοῦκι», Ἑκαταῖ. 368, Σιμων. 240, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1000, Σφ. 1056, Συλλ. Ἐπιγρ. 150Β. 22, κτλ. (Ὁ Σουΐδ. μνημονεύει τὴν λέξιν κίβος ὡς τὸν ἀρχικὸν τύπον· πιθ. συγγενὲς εἶναι καὶ τὸ θίβη). ῑ παρ’ Ἀριστοφ., ῐ πρῶτον παρὰ Γρηγ. Ναζ..
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
coffre, caisse, boîte.
Étymologie: DELG emprunt prob., pê sémit.
English (Strong)
of uncertain derivation; a box, i.e. the sacred ark and that of Noah: ark.
English (Thayer)
κιβωτοῦ, ἡ (κιβος (cf. Suidas 2094e.)), a wooden chest, box (Hecataeus, 368 (Müller's Frag. i., p. 30), Simonides), Aristophanes, Lysias, Athen., Aelian, others): in the N. T., the ark of the covenant, in the temple at Jerusalem, Philo, Josephus; the Sept. very often for אָרון); in the heavenly temple, Sept. for תֵּבָה).
Greek Monolingual
η (ΑΜ κιβωτός)
1. μεγάλη θήκη στην οποία φυλάγονται ιερά κειμήλια («Κιβωτός της Διαθήκης» ή «Κιβωτός του Μαρτυρίου» — μεγάλη θήκη στην οποία οι Ισραηλίτες φύλαγαν τις πλάκες του Μωυσή, τη στάμνα του μάννα και τη ράβδο του Ααρών)
2. φρ. «Κιβωτός του Νώε» — το μεγάλο πλοίο μέσα στο οποίο ο Νώε διασώθηκε από τον κατακλυσμό («ἄχρι ἧς ἡμέρας εἰσῆλθε Νῶε εἰς τὴν κιβωτόν», ΚΔ)
νεοελλ.
φρ. «Κιβωτός της Ελληνικής Γλώσσης» — μεγάλο λεξικό της ελληνικής γλώσσας που άρχισε να εκδίδεται το 1819 στην Κωνλη με την εποπτεία του πατριαρχείου, αλλά την έκδοση διέκοψε βιαίως τον Απρίλιο 1821 ο τουρκικός όχλος
νεοελλ.-μσν.
μτφ. χώρος ιερής παρακαταθήκης και σωτηρίας («το πανεπιστήμιο είναι η κιβωτός τών ιδεών της ελευθερίας»)
μσν.
κύβος
μσν.-αρχ.
ξύλινη θήκη, κιβώτιο, σεντούκι, κασέλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Εικάζεται σημιτική προέλευση του, όπως και του κίβισις.
ΠΑΡ. κιβωτίδιο(ν), κιβώτιο(ν)
αρχ.-μσν.
κιβωτάριον.
ΣΥΝΘ. αρχ.-μσν. κιβωτοειδής, κιβωτοποιός
μσν.
κιωτόκρυπτος, κιβωτοτετράπλευρος
νεοελλ.
κιβωτάμαξα].
Greek Monotonic
κῑβωτός: ἡ, ξύλινο κουτί, θήκη, σεντούκι, σε Αριστοφ. (αμφίβ. προέλ.).