Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μετοικία: Difference between revisions

From LSJ

Δῶς μοι πᾶ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσωGive me a place to stand on, and I will move the Earth.

Archimedes
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μετοικία]], ἡ (ΑΜ) [[μετοικώ]]<br /><b>1.</b> [[αλλαγή]] τόπου διαμονής ή κατοικίας, [[μετοίκηση]]<br /><b>2.</b> το να φεύγει [[κάποιος]] από τον [[τόπο]] διαμονής του και να εγκαθίσταται σε [[ξένη]] [[χώρα]] ως [[μέτοικος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[μετανάστευση]] και η προσωρινή ή μόνιμη [[εγκατάσταση]] αλλοεθνών μεταναστών, σε [[σχέση]] με τη [[χώρα]] προορισμού τους, σε [[αντιδιαστολή]] με την [[αποδημία]], που αναφέρεται ως [[προς]] τη [[χώρα]] προέλευσής τους<br /><b>μσν.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[τόπος]] εγκατάστασης μετοίκων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κατάσταση]] και τα δικαιώματα του μετοίκου<br /><b>2.</b> [[εξορία]].
|mltxt=[[μετοικία]], ἡ (ΑΜ) [[μετοικώ]]<br /><b>1.</b> [[αλλαγή]] τόπου διαμονής ή κατοικίας, [[μετοίκηση]]<br /><b>2.</b> το να φεύγει [[κάποιος]] από τον [[τόπο]] διαμονής του και να εγκαθίσταται σε [[ξένη]] [[χώρα]] ως [[μέτοικος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[μετανάστευση]] και η προσωρινή ή μόνιμη [[εγκατάσταση]] αλλοεθνών μεταναστών, σε [[σχέση]] με τη [[χώρα]] προορισμού τους, σε [[αντιδιαστολή]] με την [[αποδημία]], που αναφέρεται ως [[προς]] τη [[χώρα]] προέλευσής τους<br /><b>μσν.</b><br /><b>συνεκδ.</b> [[τόπος]] εγκατάστασης μετοίκων<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[κατάσταση]] και τα δικαιώματα του μετοίκου<br /><b>2.</b> [[εξορία]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μετοικία:''' ἡ,<br /><b class="num">I.</b> [[αλλαγή]] κατοικίας, [[μετακίνηση]], [[μετανάστευση]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> [[αποικισμός]] ως [[μέτοικος]], [[εγκατάσταση]] ή [[διαμονή]] σε [[ξένη]] πόλη, σε Αισχύλ. κ.λπ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοικία Medium diacritics: μετοικία Low diacritics: μετοικία Capitals: ΜΕΤΟΙΚΙΑ
Transliteration A: metoikía Transliteration B: metoikia Transliteration C: metoikia Beta Code: metoiki/a

English (LSJ)

ἡ,

   A change of abode, removal, migration, Th.1.2 (pl.); of the Jewish captivity, LXX Je.20.4.    II settlement or residence in a foreign city, A.Eu.1018 (lyr.), Pl.Lg.850c; μ. ἡ ἄνω sojourn in the upper world, S.Ant.890.    2 status and rights of a μέτοικος, Lys.6.49.

German (Pape)

[Seite 161] ἡ, das Mitwohnen an einem Orte, Aesch. Eum. 972; μετοικίας τῆς ἄνω στερήσεται, Soph. Ant. 881; Thuc. 1, 2; Plat. Legg. VIII, 850 e; Xen. Vect. 2, 7; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μετοικία: ἡ, μεταβολὴ ἢ ἀλλαγὴ κατοικίας, μετοίκησις, μετανάστασις, Θουκ. 1. 2. ΙΙ. τὸ νὰ ἐγκατασταθῇ τις ἔν τινι τόπῳ ὡς μέτοικος, ἐγκατάστασις ἢ διαμονὴ ἐν ξένῃ πόλει, Αἰσχύλ. Εὐμ. 1017, Πλάτ. Νόμ. 850C· - περὶ τοῦ ἐν Σοφ. Ἀντ. 890· μετοικίας δ’ οὖν τῆς ἄνω στερήσεται, πρβλ. μέτοικος ΙΙ. 1. 2) ἡ κατάστασις καὶ τὰ δικαιώματα τοῦ μετοίκου, Λυσ. 107. 31.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
I. cohabitation, habitation ou résidence commune avec;
II. 1 émigration :
2 établissement d’un étranger dans une cité;
3 situation et droits d’un étranger domicilié.
Étymologie: μέτοικος.

Greek Monolingual

μετοικία, ἡ (ΑΜ) μετοικώ
1. αλλαγή τόπου διαμονής ή κατοικίας, μετοίκηση
2. το να φεύγει κάποιος από τον τόπο διαμονής του και να εγκαθίσταται σε ξένη χώρα ως μέτοικος
νεοελλ.
η μετανάστευση και η προσωρινή ή μόνιμη εγκατάσταση αλλοεθνών μεταναστών, σε σχέση με τη χώρα προορισμού τους, σε αντιδιαστολή με την αποδημία, που αναφέρεται ως προς τη χώρα προέλευσής τους
μσν.
συνεκδ. τόπος εγκατάστασης μετοίκων
αρχ.
1. η κατάσταση και τα δικαιώματα του μετοίκου
2. εξορία.

Greek Monotonic

μετοικία: ἡ,
I. αλλαγή κατοικίας, μετακίνηση, μετανάστευση, σε Θουκ.
II. αποικισμός ως μέτοικος, εγκατάσταση ή διαμονή σε ξένη πόλη, σε Αισχύλ. κ.λπ.