μηκάομαι: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
(Autenrieth) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
|auten=aor. [[part]]. [[μακών]], perf., w. pres. signif., [[μεμηκώς]], μεμακυῖαι, ipf., formed on perf. [[stem]]., (ἐ)μέμηκον: of [[sheep]], [[bleat]]; of wounded animals, or [[game]] [[hard]]-pressed, [[cry]], [[shriek]], Il. 10.362; [[once]] of a [[man]], Od. 18.98. | |auten=aor. [[part]]. [[μακών]], perf., w. pres. signif., [[μεμηκώς]], μεμακυῖαι, ipf., formed on perf. [[stem]]., (ἐ)μέμηκον: of [[sheep]], [[bleat]]; of wounded animals, or [[game]] [[hard]]-pressed, [[cry]], [[shriek]], Il. 10.362; [[once]] of a [[man]], Od. 18.98. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μηκάομαι:''' αποθ. με μτχ. Ενεργ. αόρ. βʹ <i>μᾰκών</i>, παρακ. [[μεμηκώς]], θηλ. <i>μεμᾰκυῖα</i>· και παρατ. (σχηματισμένος από παρακ.) [[ἐμέμηκον]]· [[βελάζω]], λέγεται για πρόβατα, σε Όμηρ.· λέγεται για κυνηγημένο νεαρό [[ελάφι]] ή λαγό, [[φωνάζω]], [[στριγγλίζω]], σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πληγωμένο [[άλογο]], στο ίδ. (ηχομιμ. [[λέξη]]). | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
pres. only late, Procop. Goth.2.17, cf. Phryn.PSp.59 B., Sch.Od.9.124: poet. aor. part. μᾰκών (v. infr.): pf. part. μεμηκώς; fem. μεμᾰκυῖα: impf., formed from pf.,
A ἐμέμηκον Od.9.439:—bleat, of sheep, μυρίαι ἑστήκασιν... ἀζηχὲς μεμακυῖαι Il.4.435; θήλειαι δ' ἐμέμηκον ἀνήμελκτοι περὶ σηκούς Od.9.439 (used by Hom. of goats only in the Subst. μηκάς); of a hunted fawn or hare, scream, shriek, ὁ δέ τε προθέῃσι μεμηκώς Il.10.362: part. μακών only in the phrase, κὰδ δ' ἔπεσ' ἐν κονίῃσι μακών fell shrieking to earth, of a wounded horse, stag, or boar, 16.469, Od. 10.163, 19.454; of a man, 18.98.—Onomatopoeic word.
German (Pape)
[Seite 171] (onomatopoetisch, wie μυκάομαι), perf. mit Präsensbdtg μέμηκα (partic. μεμηκώς, Il. 10, 362, fem. μεμακυῖα, 4, 435), u. davon ein impf. gebildet, μέμηκον, Od. 9, 439; auch zieht man hierher das part. aor. μακών; – blöken, von Schaafen, Il. 4, 435 Od. 9, 439; vom Geschrei des verfolgten Hirschkalbes u. des Hafen, quäken, Il. 10, 362; später gew. von Ziegen, meckern, μηκᾶται αἲξ καὶ ἔλαφος, B. A. 33, 8; Anth.; Philostr. – Das partic. μακών findet sich nur in der Verbindung κὰδ δ' ἔπεσ' ἐν κονίῃσι μακών, nieder stürzte er in den Staub schreiend, Od. 18, 98, vom verwundeten Pferde, Hirsche, Eber, Il. 16, 469 Od. 10, 163. 19, 454, nach den alten Erkl. ἄσημον ἦχον ἀποτελέσας; Andere leiten es von μῆκος ab, εἰς μῆκος ἐκταθείς, der Länge nach, unrichtig.
Greek (Liddell-Scott)
μηκάομαι: ἀποθ.· ὁ ἐνεστ. μνημονεύεται ἐν τοῖς Α. Β. 33, ἀλλ’ οἱ μόνοι ἐν χρήσει εὑρισκόμενοι τύποι εἶναι ἡ ἀρχαία μετοχ. τοῦ ἀορ. μᾰκών· μετοχ. πρκμ. μεμηκώς, θηλ. μετὰ βραχ. προπαραληγ. μεμᾰκυῖα· καὶ παρατατικός τις σχηματισθεὶς ἐκ τοῦ πρκμ., ἐμέμηκον. Βληχῶμαι, βελάζω ἐπὶ προβάτων, ὄϊες... μυρίαι ἑστήκασιν..., ἀζηχὲς μεμακυῖαι, βληχώμεναι, Ἰλ. Δ. 435· θήλειαι δ’ ἐμέμηκον ἀνήμελκτοι περὶ σηκοὺς Ὀδ. Ι. 439· ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. ἐπὶ αἰγῶν, μόνον ἐν τῷ ὀνόματι μηκὰς (οὕτω τὸ βληχάομαι, κεῖται ἐπί τε προβάτων καὶ αἰγῶν)· ἐπὶ διωκομένου νεβροῦ ἢ λαγοῦ, ἐκπέμπω ὀξὺν μυκηθμόν, φωνάζω, ὁ δέ τε προθέῃσι μεμηκὼς Ἰλ. Κ. 362· ― ἡ μετοχ. μακὼν εὕρηται μόνον ἐν τῇ φράσει, κὰδ δ’ ἔπεσ’ ἐν κονίῃσι μακών, ἔπεσεν εἰς τὴν κόνιν ἀφεὶς κραυγήν, «μυκησάμενος, φθεγξάμενος βαρὺ» (Σχόλ.), ἐπὶ ἵππου τετρωμένου, κτλ., Π. 469, Ὀδ. Κ. 163., Τ. 454· ἐπὶ ἀνθρώπου, Σ. 98. (Ἐσχηματίσθη ἐκ τοῦ ἤχου, ἴδε μυκάομαι ἐν τέλ.).
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
pf.2 au sens d’un prés., part. μεμηκώς, fém. μεμακυῖα ; pqp. au sens d’un impf. ἐμέμηκον;
1 bêler;
2 au part. ao.2 μακών, qui pousse un cri semblable à un bêlement.
Étymologie: R. Μηκ, pousser un cri.
English (Autenrieth)
aor. part. μακών, perf., w. pres. signif., μεμηκώς, μεμακυῖαι, ipf., formed on perf. stem., (ἐ)μέμηκον: of sheep, bleat; of wounded animals, or game hard-pressed, cry, shriek, Il. 10.362; once of a man, Od. 18.98.
Greek Monotonic
μηκάομαι: αποθ. με μτχ. Ενεργ. αόρ. βʹ μᾰκών, παρακ. μεμηκώς, θηλ. μεμᾰκυῖα· και παρατ. (σχηματισμένος από παρακ.) ἐμέμηκον· βελάζω, λέγεται για πρόβατα, σε Όμηρ.· λέγεται για κυνηγημένο νεαρό ελάφι ή λαγό, φωνάζω, στριγγλίζω, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πληγωμένο άλογο, στο ίδ. (ηχομιμ. λέξη).