ἀλλόφυλος: Difference between revisions

From LSJ

ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life

Source
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀλλόφῡλος:''' -ον ([[φυλή]]), αυτός που ανήκει σε [[άλλη]] [[φυλή]], [[αλλοεθνής]], Λατ. [[alienigena]], σε Αισχύλ., Θουκ.· [[πόλεμος]] ἀλλ., [[πόλεμος]] με αλλοφύλους, σε Πλούτ.
|lsmtext='''ἀλλόφῡλος:''' -ον ([[φυλή]]), αυτός που ανήκει σε [[άλλη]] [[φυλή]], [[αλλοεθνής]], Λατ. [[alienigena]], σε Αισχύλ., Θουκ.· [[πόλεμος]] ἀλλ., [[πόλεμος]] με αλλοφύλους, σε Πλούτ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀλλόφῡλος:''' <b class="num">1)</b> иноплеменный, чужеземный, чужой ([[χθών]] Aesch.; ἄνθρωποι, [[ἀρχή]] Thuc.): [[πόλεμος]] ἀ. или πρὸς ἀλλοφύλους Plut. война с чужеземцами; οἱ [[ἐκτός]] τε καὶ ἀλλόφυλοι Plat. иностранцы;<br /><b class="num">2)</b> необычный, особенный (ζῷα Diod.).
}}
}}

Revision as of 06:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλλόφῡλος Medium diacritics: ἀλλόφυλος Low diacritics: αλλόφυλος Capitals: ΑΛΛΟΦΥΛΟΣ
Transliteration A: allóphylos Transliteration B: allophylos Transliteration C: allofylos Beta Code: a)llo/fulos

English (LSJ)

ον, (φυλή)

   A of another tribe, foreign, Hp.Aër.12; freq. in LXX of Philistines, Jd.14.1, al.; in Egypt, settled in another nome, BGU419.2 (iii A. D.); ἐς ἀλλόφυλον . . χθόνα A.Eu.851; ἄνθρωποι Th.1.102, Pl.Lg.629d; ζῷα alien to man, wild, D.S.3.18, Porph.Abst.1.10; πόλεμος ἀ. war with foreigners, Plu.Cam.23; opp. ὁμόφυλος, Epicur.Sent.39; ἀ. πρός τι Dam.Pr. 308; μᾶζαν ἐπ' ἀ. alien, not one's own, Eup.159.12.

German (Pape)

[Seite 107] von anderem Volk, fremd, χθών Aesch. Eum. 813; ἄνθρωποι Thuc. 1, 102; abs. 1, 2; ἀρχή 4, 86; Plat. neben οἱ ἐκτός Legg. I, 629 a; πόλεμος ἀλλ. καὶ βαρβαρικός, mit Fremden, Plut. Camill. 23.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d’une autre race, étranger.
Étymologie: ἄλλος, φυλή.

Spanish (DGE)

(ἀλλόφῡλος) -ον
I de pueblos
1 propio de otra raza, extranjero ἐς ἀλλόφυλον ... χθόνα A.Eu.851, στρατός Th.4.92, ἀρχή Th.4.86, δεσποτεία D.C.56.18.4, allofilus ... tyrannus Prud.Ham.500
subst. extranjero, de otra raza τὸ δὲ ἀνδρεῖον ... οὐκ ἂν δύναιτο ... ἐγγίγνεσθαι μήτε ὁμοφύλου μήτε ἀλλοφύλου pero el valor ... no podría darse (en esa tierra asiática) ... ni en uno de raza autóctona ni en uno de otra raza Hp.Aër.12, ἀλλοφύλους ἅμα ἡγησάμενοι considerándolos además de otra raza Th.1.102, cf. Pl.Lg.629d, Plb.6.31.9, D.C.6.5, ξέναις δὲ συνέρχονται ἢ ἀλλοφύλοις Vett.Val.121.5, ἀλλοφύλων ἢ ληστῶν PMich.148.1.11
esp. entre los judíos extranjero, gentil de los filisteos, LXX Ex.34.15, Id.3.3., 1Ep.Clem.4.13, Basil.M.30.621B
simpl. gentil por op. a los judíos μηδένα ἀλλόφυλον ἐντὸς τοῦ ἁγίου παριέναι inscrito en el templo de Jerusalén, I.BI 5.194, cf. Act.Ap.10.28, Melit.Pass.76 p.12.27, pero de los crist. en ref. a los judíos Ep.Diog.5.17.
2 de otro nomo en doc. egipcios del III d.C. Αὐρήλιος ... Σαβείνου ἀλλοφύλου BGU 858.2, cf. 419.2, 411.2, PGen.13.2, PMerton 106.1 (pero dud., tal vez simpl. extranjero v. II 1).
3 contra el extranjero πόλεμος Plu.Cam.23.
4 paród. de otro, ajeno μᾶζα Eup.159.12.
5 de diversas razas δυνάμεις Plb.3.61.5, ἄνδρες Plb.23.13.2.
II de hombres en gener. ajeno o extraño a la propia naturaleza τὰ δὲ μὴ δυνατὰ οὐκ ἀλλόφυλά γε Epicur.Sent.[5] 39, ἀπειρία καὶ τῶν οἰκείων κ<αὶ> τῶν [ἀ] λλοφύλων Phld.D.3.Fr.41.21, μηδὲν ... ἀλλόφυλον δέχεσθαι Phld.D.3.Pr.18.5
subst. τὸ ἀ. Phld.D.3.Fr.32A.3, Plu.2.688c
ζῷα animales extraños al hombre, salvajes D.S.3.18, Porph.Abst.1.10.
III de cosas y abstractos
1 extraño, raro εἰς ἀ. καὶ ἀπεοικυῖαν τάξιν un orden de palabras extraño e inverosímil Longin.22.4.
2 de otra clase, diferente, extraño a ἀ. πρὸς αὐτήν (τὴν διακριτικήν) Dam.Pr.308
c. gen. ἀ. τῶν θείων γραφῶν Thdt. en Cyr.Al.Apol.Thdt.1.1.6 p.114.12.

English (Strong)

from ἄλλος and φυλή; foreign, i.e. (specially) Gentile: one of another nation.

English (Thayer)

(ἄλλος, and φῦλον race), foreign, (in secular authors from (Aeschylus) Thucydides down); when used in Hellenistic Greek in opposed to a Jew, it signifies a Gentile, (A. V. one of another nation): Philo, Josephus.)

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀλλόφυλος, -ον)
1. αυτός που ανήκει σε άλλη φυλή και κατ’ επέκταση σε άλλο έθνος, αλλοεθνής, ξένος (αντίθ. ομόφυλος)
2. αλλόφυλα ζώα τα ξένα προς τον άνθρωπο, τα άγρια ζώα
νεοελλ.
αυτός που ανήκει σε άλλο θρήσκευμα και ειδικότερα ο μη χριστιανός, ο άπιστος
2. βάρβαρος, σκληρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλλο- + -φυλος < φῦλον «φυλή».
ΠΑΡ. αλλοφυλία, αρχ. ἀλλοφυλῶ].

Greek Monotonic

ἀλλόφῡλος: -ον (φυλή), αυτός που ανήκει σε άλλη φυλή, αλλοεθνής, Λατ. alienigena, σε Αισχύλ., Θουκ.· πόλεμος ἀλλ., πόλεμος με αλλοφύλους, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀλλόφῡλος: 1) иноплеменный, чужеземный, чужой (χθών Aesch.; ἄνθρωποι, ἀρχή Thuc.): πόλεμος ἀ. или πρὸς ἀλλοφύλους Plut. война с чужеземцами; οἱ ἐκτός τε καὶ ἀλλόφυλοι Plat. иностранцы;
2) необычный, особенный (ζῷα Diod.).