κίστη: Difference between revisions
τί ἦ μοι ταῦτα περὶ δρῦν ἢ περὶ πέτρην → but what is this to me, about an oak or a rock | but what are these things about a tree or a rock to me | why all this about trees and rocks | why all this about what we have nothing to do with | but why am I off on this tangent
(5) |
(3) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''κίστη:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[κουτί]], [[κιβώτιο]], Λατ. [[cista]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> είδος κινητού γραφείου, [[κιβώτιο]] που περιέχει όλα τα χρήσιμα προς [[γραφή]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''κίστη:''' ἡ,<br /><b class="num">1.</b> [[κουτί]], [[κιβώτιο]], Λατ. [[cista]], σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> είδος κινητού γραφείου, [[κιβώτιο]] που περιέχει όλα τα χρήσιμα προς [[γραφή]], σε Αριστοφ. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κίστη:''' ἡ ящик или корзина Hom., Arph., Theocr. | |||
}} | }} |
Revision as of 06:48, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A basket, hamper, Od.6.76, Ar.Ach.1098, al., Thphr.HP 5.7.5, al., PCair.Zen.430.11, al. (iii B.C.), Euph.9, Call.Hec.1.2.13 (κείστη), etc.; writing-case, desk, Ar.V.529; voting-urn, Notiz.Arch. 4.20 (Cyrene, Aug.); = ἀγγεῖον πλεκτόν, Hsch.; made of bark, Thphr.ll.cc.: hence distd. fr. κιβωτός, Ammon.Diff.p.81 V.
German (Pape)
[Seite 1443] ἡ, Kasten, Kiste; μήτηρ δ' ἐν κίστῃ ἐτίθει μενοεικέ' ἐδωδήν Od. 6, 76; zu Kleidern, Ar. Equ. 1211 Th. 284 u. öfter; Sp., wie Paul. Sil. (VI, 654), μελανδόκος.
Greek (Liddell-Scott)
κίστη: ἡ, κιβώτιον, Λατ. cista, Ὀδ. Ζ. 76· συχνὸν παρ’ Ἀριστοφ. ἴδε Elmsl. εἰς Ἀχ. 1099· εἶδος γραφείου, κιβωτίου περιέχοντος τὰ πρὸς γραφὴν χρήσιμα, Ἀριστοφ. Σφ. 529· ― Ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1137, εὑρίσκομεν γεν. ἐκ τῆς κιστίδος, ὅπερ ἐσχημάτισεν ὁ ποιητὴς ὡς παρῳδίαν τοῦ ἐν τῷ προηγουμένῳ στίχῳ ἐκ τῆς ἀσπίδος. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «κίστη· ἀγγεῖον πλεκτόν, εἰς ὃ βρῶμα ἐνετίθετο καὶ ἱμάτια. κιβωτός».
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
panier, corbeille.
Étymologie: DELG pê emprunt -- Babiniotis pê apparenté à irl. cess « panier ».
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
η (Α κίστη)
νεοελλ.
στρ. κιβώτιο από χάλυβα για εναπόθεση και μεταφορά πυρομαχικών
αρχ.
1. κιβώτιο ή μεγάλο καλάθι ποικίλων χρήσεων («μήτηρ δ' ἐν κίστῃ ἐτίθει μενοεικέ' ἐδωδήν», Ομ. Οδ.)
2. είδος κιβωτίου στο οποίο τοποθετούσαν τα αναγκαία για γραφή («ἐνεγκάτω μοι δεῡρο τὴν κίστην τις ὡς τάχιστα», Αριστοφ.)
3. κάλπη
4. φρ. «μυστικαὶ κίσται» — ή, απλώς, «κίσται» — τα κιβώτια τα οποία κατά τις πομπές τών εορτών της Δήμητρος και του Διονύσου ήταν πάντα κλειστά και περιείχαν ιερά για τη λατρεία αυτών τών θεοτήτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ίσως συνδέεται με το αρχ. ιρλδ. cess «καλάθι», οπότε θα αναχθεί σε ΙΕ τ. kista «πλεχτό αγγείο», χωρίς όμως αντιστοιχίες σε άλλες ΙΕ γλώσσες. Το λατ. cista είναι δάνειο από την Ελληνική, που δανείστηκαν με τη σειρά τους από τη Λατινική η Γερμανική (πρβλ. αρχ. άνω γερμ. kista «κουτί») και η Κελτική (πρβλ. ιρλδ. ciste «κουτί»). Προτάθηκε επίσης η σύνδεση του κίστη με τα κεῖμαι / κοίτη, δεδομένου ότι το κοίτη έχει και τη σημ. «κουτί». Η άποψη αυτή προσκρούει ωστόσο σε φωνολογικά προβλήματα. Τέλος, δεν αποκλείεται και η μη ΙΕ προέλευση της λ.
ΠΑΡ. αρχ. κιστίδιον, κιστίς.
ΣΥΝΘ. κιστοειδής
αρχ.
κισταφόρος, κισταφορώ, κιστοφόρος.
Greek Monotonic
κίστη: ἡ,
1. κουτί, κιβώτιο, Λατ. cista, σε Ομήρ. Οδ., Αριστοφ.
2. είδος κινητού γραφείου, κιβώτιο που περιέχει όλα τα χρήσιμα προς γραφή, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
κίστη: ἡ ящик или корзина Hom., Arph., Theocr.