ὀχλέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
(5)
(3b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀχλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κινώ]], [[διαταράζω]], ψηφῖδες ἅπασαι [[ὀχλεῦνται]] (Ιων. αντί <i>-οῦνται</i>), όλα τα χαλίκια κύλισαν προς τα [[μπρος]] ή παρασύρθηκαν από το [[νερό]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[ενοχλώ]], [[βαρύνω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· απόλ., [[ενοχλώ]], [[στενοχωρώ]], σε Σοφ.
|lsmtext='''ὀχλέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[κινώ]], [[διαταράζω]], ψηφῖδες ἅπασαι [[ὀχλεῦνται]] (Ιων. αντί <i>-οῦνται</i>), όλα τα χαλίκια κύλισαν προς τα [[μπρος]] ή παρασύρθηκαν από το [[νερό]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">II.</b> [[ενοχλώ]], [[βαρύνω]], σε Ηρόδ., Αισχύλ.· απόλ., [[ενοχλώ]], [[στενοχωρώ]], σε Σοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀχλέω:''' <b class="num">1)</b> ворочать, катить (ψηφῖδες [[ὀχλεῦνται]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> донимать, докучать, надоедать, беспокоить (τινα Her., Aesch., Soph.): ὀλίγα ὀχληθεὶς μεγάλ᾽ ὠφελήσειν τινά Arst. с небольшим для себя беспокойством оказать кому-л. большую услугу; ὀχλούμενος ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων NT одержимый нечистой силой.
}}
}}

Revision as of 12:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀχλέω Medium diacritics: ὀχλέω Low diacritics: οχλέω Capitals: ΟΧΛΕΩ
Transliteration A: ochléō Transliteration B: ochleō Transliteration C: ochleo Beta Code: o)xle/w

English (LSJ)

(ὄχλος)

   A move, disturb, ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται all the pebbles are rolled or swept away by the water, Il.21.261.    II generally, trouble, importune, c. acc., Hdt.5.41; ὀχλεῖς μάτην με A.Pr.1001; disturb citizens by false alarms, Aen. Tact.6.1: abs., to be troublesome or irksome, Hp.Epid.2.1.3, S.OT446, OGI262.22 (Baetocaece); ὀ. πρὸς αὐγάς impede the sight, Hp.Prorrh.1.147 = Coac.191 (v.l.): freq. in Pap., POxy.269 ii 4 (i A. D.), etc.:—Pass., to be troubled, ὑπέρ τινος Arist.EN1167a10, cf. 1171b19; ἀσθενείᾳ σώματος Plb.Fr.188; ὑπὸ ὑδέρου Hippiatr.38; τὴν ἀκοήν Phld.Po.2.18; cf. ἐνοχλέω: later c. inf., μὴ ὀχλοῦ δὲ πέμπειν τι ἡμῖν don't trouble to . ., POxy.1481.6 (ii A. D.).    III in Pass., to be crowded, ὁδὸς . . ἥτις οὐ πολὺ ὀχλεῖται Ceb.15 (nisi πολυοχλεῖται leg.).

German (Pape)

[Seite 430] 1) = Vorigem, ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται, alle Steinchen werden fortgerollt, vom Wasser, Il. 21, 261; VLL. κινοῦνται, κυλινδοῦνται. – 2) (ὄχλος) durch die Menge beunruhigen, übh. belästigen; ὀχλεῖς μάτην με, Aesch. Prom. 1003; ὡς παρὼν σύ γ' ἐμποδὼν ὀχλεῖς, Soph. O. R. 446; ὤχλευν αὐτήν, Her. 5, 41. – Pass. bei Suid. – Gew. im comp. ἐνοχλέω.

Greek (Liddell-Scott)

ὀχλέω: (ὀχλός) κινῶ, διαταράττω, κυλίω, ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται, κυλίονται, παρασύρονται ὑπὸ τοῦ ὕδατος. Ἰλ. Φ. 261. ΙΙ. καθόλου, ταράττω, ἐνοχλῶ, μετ’ αἰτ., Ἡρόδ. 5. 41· ὀχλεῖς μάτην με Αἰσχύλ. Πρ. 1001· ἀπολ., εἶμαι ἐνοχλητικός, ὀχληρός, Ἱππ. 996Β, Σοφ. Ο. Τ. 446· ὀχλ. πρὸς αὐγάς, ἐνοχλεῖν, ἐμποδίζειν τὴν ὅρασιν, Ἱππ. 80Ε, 149C. - Παθ., ἐνοχλοῦμαι, ταράττομαι, ὑπέρ τινος Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 5, 3, πρβλ. 9. 11, 5· ἀσθενείᾳ σώματος Ἄδηλ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ὄχλου· πρβλ. ἐνοχλέω. ΙΙΙ. ἐν τῷ παθ., πληροῦμαι ὄχλου, ὁδὸς ὀχλεῖται Κέβητ. Πίνακ. 15.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 remuer, mouvoir, particul. rouler comme d’un mouvement houleux;
2 fig. harceler, tourmenter.
Étymologie: ὄχλος.

English (Autenrieth)

(ὀχλός): only pass., ὀχλεῦνται, are swept away, Il. 21.261†.

English (Strong)

from ὄχλος; to mob, i.e. (by implication) to harass: vex.

English (Thayer)

ὄχλῳ: present passive participle ὀχλουμενος; (ὄχλος); properly, to excite a mob against one; (in Homer (Iliad 21,261) to disturb, roll away); universally, to trouble, molest (τινα, Herodotus 5,41; Aeschylus, others); absolutely, to be in confusion, in an uproar (to be vexed, molested, troubled: by demons, R G L (where T Tr WH ἐνοχλούμενοι — the like variation of text in Herodian, 6,3, 4); ἐνοχλέω, παρενοχλέω.)

Greek Monotonic

ὀχλέω: μέλ. -ήσω·
I. κινώ, διαταράζω, ψηφῖδες ἅπασαι ὀχλεῦνται (Ιων. αντί -οῦνται), όλα τα χαλίκια κύλισαν προς τα μπρος ή παρασύρθηκαν από το νερό, σε Ομήρ. Ιλ.
II. ενοχλώ, βαρύνω, σε Ηρόδ., Αισχύλ.· απόλ., ενοχλώ, στενοχωρώ, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ὀχλέω: 1) ворочать, катить (ψηφῖδες ὀχλεῦνται Hom.);
2) донимать, докучать, надоедать, беспокоить (τινα Her., Aesch., Soph.): ὀλίγα ὀχληθεὶς μεγάλ᾽ ὠφελήσειν τινά Arst. с небольшим для себя беспокойством оказать кому-л. большую услугу; ὀχλούμενος ὑπὸ πνευμάτων ἀκαθάρτων NT одержимый нечистой силой.