σύντριμμα: Difference between revisions

From LSJ

μὴ κακὸν εὖ ἔρξῃς· σπείρειν ἴσον ἔστ' ἐνὶ πόντῳ → do no good to a bad man; it is like sowing in the sea

Source
(40)
(nl)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το, ΝΑ [[συντρίβω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[συντρίβω]], [[καθετί]] το θρυμματισμένο, το σπασμένο σε μικρά τεμάχια, [[ερείπιο]] («το [[σκάφος]] είχε καταντήσει [[σύντριμμα]]»)<br /><b>2.</b> καθένα από τα κομμάτια σπασμένου αντικειμένου, [[θραύσμα]], [[συντρίμμι]] («τα συντρίμματα του βάζου»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ψυχικό]] [[ράκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θραύση]], [[θρυμματισμός]], [[κομμάτιασμα]]<br /><b>2.</b> [[κάταγμα]]<br /><b>3.</b> [[άθροισμα]]<br /><b>4.</b> [[λείανση]], [[ξύσιμο]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συντριβή]], όλεθρος, [[πανωλεθρία]]<br />β) [[βαριά]] [[λύπη]], [[πίκρα]].
|mltxt=το, ΝΑ [[συντρίβω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[αποτέλεσμα]] του [[συντρίβω]], [[καθετί]] το θρυμματισμένο, το σπασμένο σε μικρά τεμάχια, [[ερείπιο]] («το [[σκάφος]] είχε καταντήσει [[σύντριμμα]]»)<br /><b>2.</b> καθένα από τα κομμάτια σπασμένου αντικειμένου, [[θραύσμα]], [[συντρίμμι]] («τα συντρίμματα του βάζου»)<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[ψυχικό]] [[ράκος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[θραύση]], [[θρυμματισμός]], [[κομμάτιασμα]]<br /><b>2.</b> [[κάταγμα]]<br /><b>3.</b> [[άθροισμα]]<br /><b>4.</b> [[λείανση]], [[ξύσιμο]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> α) [[συντριβή]], όλεθρος, [[πανωλεθρία]]<br />β) [[βαριά]] [[λύπη]], [[πίκρα]].
}}
{{elnl
|elnltext=σύντριμμα -ατος, τό [συντρίβω] vernieling.
}}
}}

Revision as of 13:36, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σύντριμμα Medium diacritics: σύντριμμα Low diacritics: σύντριμμα Capitals: ΣΥΝΤΡΙΜΜΑ
Transliteration A: sýntrimma Transliteration B: syntrimma Transliteration C: syntrimma Beta Code: su/ntrimma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A fracture, Arist.Aud.802a34, LXX Le.21.19, Gal.18(2).850; abrasion, Asclep.Jun. ap. eund.13.346.    II affliction, ruin, LXXIs.59.7, Je.3.22.    III collection, ἁμαρτωλῶν ἀνθρώπων (v.l. σύστρεμμα, q.v.) ib.Nu.32.14.

German (Pape)

[Seite 1037] τό, das Zerriebene, Zerbrochene, der Bruch, Arist. audib. p. 802 a 34. – Der Anstoß, Sp., wie N. T.

Greek (Liddell-Scott)

σύντριμμα: τό, κάταγμα, ἐὰν μή τι ἔχῃ σύντριμμα τὸ ξύλον Ἀριστ. π. Ἀκουστ. 34, Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΑ΄, 19). ΙΙ. καταστροφή, ὄλεθρος, αὐτόθι (Ἡσαΐ. ΝΘ΄, 7, Ἱερεμ. Γ΄, 22).

English (Strong)

from συντρίβω; concussion or utter fracture (properly, concretely), i.e. complete ruin: destruction.

English (Thayer)

συντρίμματος, τό (συντρίβω), the Sept. chiefly for שֶׁבֶר);
1. that which is broken or shattered, a fracture: Aristotle, de audibil., p. 802{a}, 34; of a broken limb, the Sept. calamity, ruin, destruction: שֹׁד, a devastation, laying waste, as in 1 Maccabees 2:7; (etc.).

Greek Monolingual

το, ΝΑ συντρίβω
νεοελλ.
1. το αποτέλεσμα του συντρίβω, καθετί το θρυμματισμένο, το σπασμένο σε μικρά τεμάχια, ερείπιο («το σκάφος είχε καταντήσει σύντριμμα»)
2. καθένα από τα κομμάτια σπασμένου αντικειμένου, θραύσμα, συντρίμμι («τα συντρίμματα του βάζου»)
3. μτφ. (για πρόσ.) ψυχικό ράκος
αρχ.
1. θραύση, θρυμματισμός, κομμάτιασμα
2. κάταγμα
3. άθροισμα
4. λείανση, ξύσιμο
5. μτφ. α) συντριβή, όλεθρος, πανωλεθρία
β) βαριά λύπη, πίκρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σύντριμμα -ατος, τό [συντρίβω] vernieling.