παθητός: Difference between revisions
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
(nl) |
(3b) |
||
Line 33: | Line 33: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=παθητός -ή -όν [πάσχω] aan lijden onderworpen:. ἀρετῇ τὸ θνητὸν καὶ παθητὸν ἀποβαλόντας die dankzij hun deugd hun sterfelijke en tot lijden gedoemde natuur hebben afgelegd Plut. Pel. 16.8. | |elnltext=παθητός -ή -όν [πάσχω] aan lijden onderworpen:. ἀρετῇ τὸ θνητὸν καὶ παθητὸν ἀποβαλόντας die dankzij hun deugd hun sterfelijke en tot lijden gedoemde natuur hebben afgelegd Plut. Pel. 16.8. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πᾰθητός:''' 3<br /><b class="num">1)</b> подверженный изменениям, изменчивый (π. καὶ [[τρεπτός]] Arst.);<br /><b class="num">2)</b> подверженный страстям (θνητὸς καὶ π. Plut.);<br /><b class="num">3)</b> (много) выстрадавший, много перенесший (π. ἐστι [[πᾶς]] τις [[εὐπροσήγορος]] Men.) или обреченный на страдания NT. | |||
}} | }} |
Revision as of 14:20, 31 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A one who has suffered, Men.Mon.457. II subject to suffering, Act.Ap.26.23; τὸ θνητὸν καὶ π. Plu.Pel.16, cf. Num.8. 2 liable to external influence or change, opp. ἀπαθής, Arist. Mu.392a33; π. καὶ μεριστόν Plot.6.4.8; passive, opp. δραστήριος, Ph. 1.2; νοῦς ἐστι π. καὶ μεριστός Olymp. in Phd.p.101 N.; but ὁ νοῦς ἀπαθής, ἡ δὲ γένεσις π. Dam.Pr.414, cf. Ph.1.176. 3 Medic., diseased, affected, στεφάνη PMed.Strassb.p.8.
German (Pape)
[Seite 437] dem Leiden, den Leidenschaften ausgesetzt, Plut. oft; τὸ θνητὸν καὶ παθητὸν ἀποβαλόντες, Pelop. 16, vgl. Num. 8; Ggstz ἀπαθής, plac. phil. 2, 6, wie S. Emp. adv. phys. 2, 311.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰθητός: -ή, -όν, ὁ παθών, Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 457. ΙΙ. ὁ ὑποκείμενος εἰς πάθος ἢ πάθημα, (τὸ τοῦ Κικέρωνος, patibilis, N. D. 3. 12), τὸ θνητὸν καὶ παθητὸν Πλουτ. Πελοπ. 16, πρβλ. Νουμ. 8. β) ἐπὶ τοῦ Σωτῆρος, ὁ προωρισμένος νὰ πάθῃ, Πράξ. Ἀπ. κϚ΄, 23· ἀλλά τινες ἡρμήνευσαν τὴν λέξιν ἀποδόντες εἰς αὐτὴν τὴν ἔννοιαν ἣν ἔχει παρὰ Πλουτ., διὸ καὶ ὠνομάσθησαν παθητολάτραι, Εὐσ. ἐν Φωτ. Βιβλ. 106. 14. 2) ὁ ὑποκείμενος εἰς μεταβολὰς καὶ ἀλλοιώσεις, ἀντίθ. τῷ ἀπαθής, Ἀριστ. π. Κόσμ. 2. 10.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
accessible aux impressions extérieures, impressionnable.
Étymologie: adj. verb. de πάσχω.
English (Strong)
from the same as πάθημα; liable (i.e. doomed) to experience pain: suffer.
English (Thayer)
παθητη, παθητον (πάσχω, παθεῖν);
1. passible (Latin patibilis, Cicero, de nat. deor. 3,12, 29), endued with capacity of suffering, capable of feeling; often in Plutarch, as παθητον σῶμα.
2. subject to the necessity of suffering, destined to suffer (Vulg. passibilis): παθητός compare the similar language of Justin Martyr, dialog contra Trypho, chapters 36,39, 52,68, 76,89); cf. Winer s Grammar, 97 (92); (Buttmann, 42 (37)); (so in ecclesiastical writings also, cf. Otto's Justin, Greek index under the word; Christ is said to be παθητός and ἀπαθής in Ignatius ad Ephesians 7,2 [ET]; ad Polycarp, 3,2 [ET]).
Greek Monolingual
παθητός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που έπαθε, που υπέστη κάτι που υπέφερε
2. αυτός που υπόκειται σε πάθος, («τὸ θνητὸν και παθητὸν ἀποβαλόντας», Πλούτ.)
3. (για τον Ιησού Χριστό) ο προορισμένος να υποφέρει
4. αυτός που υπόκειται σε εξωτερικές επιδράσεις, αλλοιώσεις, μεταβολές, ο μεταβλητός
5. αυτός που υφίσταται τις επιδράσεις τών ενεργειών άλλων, χωρίς να μπορεί ή να θέλει ν' αντιδράσει, παθητικός
6. αυτός που έχει προσβληθεί από κάποια νόσο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάθος κατά τα ρημ. επιθ. σε -τός].
Greek Monotonic
πᾰθητός: -ή, -όν (παθεῖν)·
I. κάποιος που έχει υποφέρει· αυτός που υποκύπτει στο πάθος (γίνεται έρμαιο του πάθους), σε Πλούτ.
II. λέγεται για τον Σωτήρα Ιησού Χριστό, αυτός που προορίζεται να υποφέρει, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παθητός -ή -όν [πάσχω] aan lijden onderworpen:. ἀρετῇ τὸ θνητὸν καὶ παθητὸν ἀποβαλόντας die dankzij hun deugd hun sterfelijke en tot lijden gedoemde natuur hebben afgelegd Plut. Pel. 16.8.
Russian (Dvoretsky)
πᾰθητός: 3
1) подверженный изменениям, изменчивый (π. καὶ τρεπτός Arst.);
2) подверженный страстям (θνητὸς καὶ π. Plut.);
3) (много) выстрадавший, много перенесший (π. ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος Men.) или обреченный на страдания NT.