αἰχμαλωτίζω: Difference between revisions

From LSJ

πεινῶσαν ἀλώπεκα ὕπνος ἐπέρχεται → sleep allows one to go without food

Source
(2)
(1)
Line 30: Line 30:
{{grml
{{grml
|mltxt=(Α [[αἰχμαλωτίζω]])<br />[[συλλαμβάνω]] κάποιον ως αιχμάλωτο, [[υποδουλώνω]], [[σκλαβώνω]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) [[καθιστώ]] κάποιον υποχείριο μου, τον [[γοητεύω]], τον [[συναρπάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ζώα) [[συλλαμβάνω]], [[αρπάζω]] για λογαριασμό μου, [[οικειοποιούμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰχμάλωτος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[αἰχμαλωτισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιχμαλώτιση]]].
|mltxt=(Α [[αἰχμαλωτίζω]])<br />[[συλλαμβάνω]] κάποιον ως αιχμάλωτο, [[υποδουλώνω]], [[σκλαβώνω]]<br />(<b>νεοελλ.-μσν.</b>) [[καθιστώ]] κάποιον υποχείριο μου, τον [[γοητεύω]], τον [[συναρπάζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ζώα) [[συλλαμβάνω]], [[αρπάζω]] για λογαριασμό μου, [[οικειοποιούμαι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[αἰχμάλωτος]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>μσν.</b> [[αἰχμαλωτισμός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αιχμαλώτιση]]].
}}
{{elru
|elrutext='''αἰχμᾰλωτίζω:''' тж. med. брать в плен (τινά Diod.).
}}
}}

Revision as of 15:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰχμᾰλωτίζω Medium diacritics: αἰχμαλωτίζω Low diacritics: αιχμαλωτίζω Capitals: ΑΙΧΜΑΛΩΤΙΖΩ
Transliteration A: aichmalōtízō Transliteration B: aichmalōtizō Transliteration C: aichmalotizo Beta Code: ai)xmalwti/zw

English (LSJ)

   A take prisoner, D.S.14.37, LXX 4 Ki.24.14, al.:—more freq. in Med., αἰχμαλωτίζομαι J.BJ4.8.1: fut. -ίσομαι ib.2.4: aor. ᾐχμαλωτισάμην ib.1.22.1, D.S.13.24: pf. ᾐχμαλώτισμαι J.BJ4.9.8 (with v.l. -σάμενοι); also in pass. sense, SIG763 (Cyzicus).

Greek (Liddell-Scott)

αἰχμαλωτίζω: μελλ. -ίσω, συλλαμβάνω τινὰ αἰχμάλωτον, Διόδ. 14. 37: - ἀποθ. αἰχμαλωτίζομαι, μετὰ τῆς αὐτῆς σημασίας, Ἰωσήπ. περὶ Ἰουδ. Πολ. 4. 8, 1: μελλ. -ίσομαι, αὐτόθι 2. 4: ἀόρ. ἠχμαλωτισάμην, ὁ αὐτ. 1. 22, 1., Διόδ. 13. 24. - πρκμ. ᾐχμαλώτισμαι, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ 4. 9, 8: - ὁ πρκμ. καὶ μετὰ παθητ. σημασίας, Συλλ. Ἐπιγρ. 3668.

French (Bailly abrégé)

1 faire prisonnier de guerre, emmener en captivité;
2 fig. captiver : ψυχήν NT l’âme de qqn;
Moy. αἰχμαλωτίζομαι m. sign.
Étymologie: αἰχμάλωτος.

Spanish (DGE)

1 cautivar, hacer cautivo, aprisionar ἐφεδρεύοντες τοὺς ἐκπίπτοντας τῶν ἐμπόρων αἰχμαλωτίζειν D.S.14.37, cf. LXX 4Re.24.14, 1Ma.1.32, 5.13, I.AI 10.172
med. mismo sent. αἰχμαλωτίζεται ὑπὲρ χιλίους hace más de mil prisioneros I.BI 4.448, cf. 108, 539, D.S.13.24
en pas. ser hecho prisionero Μᾶρκος ᾐχμαλώτισται SIG 763.10 (Cízico I a.C.), αἰχμαλωτ[ι] σθῖσσα (sic) δʹ (ἐτῶν) cautiva durante cuatro años, SEG 39.1711.6 (Egipto I d.C.)
c. εἰς más n. de lugar ser llevado cautivo a εἰς Νινευη LXX To.1.10BA, cf. 1.10S, εἰς Βαβυλῶνα I.AI 10.153, 11.84.
2 fig. hacer cautivo, cautivar με ἐν τῷ νόμῳ τῆς ἁμαρτίας Ep.Rom.7.23, πᾶν νόημα εἰς τὴν ὑπακοὴν Χριστοῦ 2Ep.Cor.10.5, cf. Origenes Io.2.7.
3 cautivar, engañar ψυχήν LXX Iu.16.9, γυναικάρια 2Ep.Ti.3.6, τοὺς ἄνδρας (las mujeres) T.Reub.5.3, αἰχμαλωτίσουσιν ἀπὸ τῆς ἀληθείας τοὺς ... desviará de la verdad a los que ... Iren.Lugd.Haer.1.3.6.

English (Abbott-Smith)

αἰχμαλωτίζω (< αἰχμάλωτος), [in LXX chiefly for שׁבה ;] in late writers = cl. αἰχμάλωτον ποιῶ (ἄγω),
to take or lead captive: seq. εἰς, Lk 21:24 (cf. To 1:10); metaph., Ro 7:23, II Co 10:5, II Ti 3:6. †

English (Strong)

from αἰχμάλωτος; to make captive: lead away captive, bring into captivity.

English (Thayer)

1future passive αἰχμαλωτισθήσομαι;
a. equivalent to αἰχμάλωτον ποιῶ, which the earlier Greeks use.
b. to lead away captive: followed by εἰς with the accusative of place, to subjugate, bring under control: νόημα, 2); τινα τίνι, T Tr א etc. insert ἐν before the dative); to take captive one's mind, captivate: γυναικάρια, Rec.) (τό κάλλος αὐτῆς ᾐχμαλώτισε ψυχήν αὐτοῦ). The word is used also in the Sept., Diodorus, Josephus, Plutarch, Arrian, Heliodorus; cf. Lob. ad Phryn., p. 442; (Winer's Grammar, 91 (87); Ellicott on 2 Timothy , the passage cited).

Greek Monolingual

αἰχμαλωτίζω)
συλλαμβάνω κάποιον ως αιχμάλωτο, υποδουλώνω, σκλαβώνω
(νεοελλ.-μσν.) καθιστώ κάποιον υποχείριο μου, τον γοητεύω, τον συναρπάζω
νεοελλ.
(για ζώα) συλλαμβάνω, αρπάζω για λογαριασμό μου, οικειοποιούμαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰχμάλωτος.
ΠΑΡ. μσν. αἰχμαλωτισμός
νεοελλ.
αιχμαλώτιση].

Russian (Dvoretsky)

αἰχμᾰλωτίζω: тж. med. брать в плен (τινά Diod.).