ἀπαυδάω: Difference between revisions

From LSJ

διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)

Source
(3)
(1)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀπαυδάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[απαγορεύω]], σε Σοφ.· [[ἀπαυδάω]] μή, με απαρ., [[απαγορεύω]] να γίνει [[κάτι]], στον ίδ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[απέχω]], [[αποφεύγω]], <i>πόνους</i>, σε Ευρ.· [[αρνούμαι]], [[απορρίπτω]], [[αποκηρύσσω]], [[νεῖκος]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">III.</b> [[υστερώ]], είμαι [[ανεπαρκής]], [[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]], <i>φίλοισι</i>, σε Ευρ.· [[ἀπαυδάω]] ὑπὸ λιμοῦ, σε Λουκ.
|lsmtext='''ἀπαυδάω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>·<br /><b class="num">I.</b> [[απαγορεύω]], σε Σοφ.· [[ἀπαυδάω]] μή, με απαρ., [[απαγορεύω]] να γίνει [[κάτι]], στον ίδ., σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[απέχω]], [[αποφεύγω]], <i>πόνους</i>, σε Ευρ.· [[αρνούμαι]], [[απορρίπτω]], [[αποκηρύσσω]], [[νεῖκος]], σε Θεόκρ.<br /><b class="num">III.</b> [[υστερώ]], είμαι [[ανεπαρκής]], [[αφήνω]], [[εγκαταλείπω]], <i>φίλοισι</i>, σε Ευρ.· [[ἀπαυδάω]] ὑπὸ λιμοῦ, σε Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαυδάω:''' <b class="num">1)</b> запрещать (ποιεῖν и μὴ ποιεῖν τι Soph., Eur., Arph.);<br /><b class="num">2)</b> отказываться, отклонять, отвергать (πόνους Eur.; [[νεῖκος]] Theocr.): ἀ. τινι ἐν κακοῖς Eur. покидать кого-л. в беде;<br /><b class="num">3)</b> слабеть, изнемогать, уставать (κοπῳ Babr.; ὑπὸ λιμοῦ Luc.; πόνοις Anth.);<br /><b class="num">4)</b> умолкать Luc., Plut.
}}
}}

Revision as of 16:48, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαυδάω Medium diacritics: ἀπαυδάω Low diacritics: απαυδάω Capitals: ΑΠΑΥΔΑΩ
Transliteration A: apaudáō Transliteration B: apaudaō Transliteration C: apavdao Beta Code: a)pauda/w

English (LSJ)

   A forbid, abs., ἐγὼ δ' ἀπαυδῶ γ' S.Ph.1293; freq. folld. by μή c. inf., τὸν ἄνδρ' ἀπηύδα . . στέγης μὴ ἔξω παρήκειν Id.Aj.741; τὸν ἄνδρ' ἀπαυδῶ τῆσδε γῆς . . μὴ εἰσδέχεσθαί τινα Id.OT236, cf. E.Rh.934, Supp.468, Ar.Eq.1072: with implied neg., ἀ. ἐξίστασθαι μύσταισι χοροῖς Id.Ra.369.    II decline, refuse, οὔκουν ἀπαυδᾶν δυνατόν ἐστί μοι πόνους E.Supp.342; renounce, νεῖκος ἀ. Theoc.22.129; say no, APl.4.299.    III to be wanting towards, fail, φίλοισι E.Andr.87: hence abs., fail, of wood, Thphr.HP5.6.1; ἀ. πρὸς τὸ περίπατον Antyll. ap. Orib.6.21.11; become speechless, of hysterical patients, Hp.Mul.1.74, cf. Ps.-Luc.Philopatr.18; ἀ. τὰ μαντεῖα the oracles are dumb, Plu.2.431b; faint, fail, Thphr.Char.8.14; ἀ. ὑπὸ λιμοῦ Luc. Luct.24; κόπῳ Babr.7.8; πόνοις AP5.167; die (of patients), Herod. Med. in Rh.Mus.58.80.

German (Pape)

[Seite 282] 1) untersagen, verbieten, absol., Soph. Phil. 1293; μή c. inf., Ai. 706 O. R. 236; μὴ διδόναι Ar. Equ. 1067; Ran. 369 die Steigerung αὐδῶ, ἀπαυδῶ, μάλ' ἀπαυδῶ; Eur. Suppl. 469. – 2) die Kraft (zum Reden) verlieren, auch verzichten auf etwas, entsagen, πόνοις Ep. ad. 47 (V, 168); vgl. Eur. Andr. 87; ἀπαυδήσας κόπῳ Bab. 7, 8, s. auch ἀπειπεῖν; aber c. accus., πόνους, vor den Mühen zagen, Eur. Suppl. 342; νεῖκος ἀπαυδῶν Theocr. 22, 129; πρός τι Plut. def. orac. 51; ib. 38 ist τὸ ἀπαυδᾶν τὰ μαντεῖα das Verstummen der Orakel; ermüden, Luc. Merc. Cond. 39; von Pflanzen, absterben, Theophr. – 3) verstummen, Luc. Philopat. 18.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαυδάω: μέλλ. -ήσω, ἀπαγορεύω, ἀπολ., ἐγὼ δ’ ἀπαυδῶ γ’ Σοφ. Φ. 1293· συχνάκις ἀκολουθεῖται ὑπὸ τοῦ μὴ μετ’ ἀπαρεμφ. ὡς συμβαίνει καὶ εἰς ἄλλα ἀπαγορευτικὰ ῥήματα, τὸν ἄνδρ’ ἀπηύδα… στέγης μὴ ἔξω παρήκειν ὁ αὐτ. Αἴ. 741, πρβλ. Ο. Τ. 236 (ἔνθα τὸ γῆς τῇσδε ἴσως εἶναι γεν. μεριστικὴ συναπτομένη μετὰ τοῦ τινα), Εὐρ. ‘Ρῆσ. 934, Ἱκ. 468, Ἀριστοφ. Ἱππ. 1072. 2) τὸ ἐν Ἀριστοφ. Βατρ. 369, τούτοις αὐδῶ καὖθις ἀπαυδῶ καὖθις τὸ τρίτον μάλ’ ἀπαυδῶ ἐξίστασθαι μύσταισι χοροῖς ἐξηγεῖται: κελεύωλέγω ῥητῶς, παραγγέλλω, διακηρύττω, Λατ. edico, ἀλλ’ ἔτι καὶ ἐκεῖ ἡ ἀληθὴς ἔννοια εἶναι: ἀποτρέπω, παραινῶ τινι φεύγειν τι. ΙΙ. ἀπέχομαι, ἀποφεύγω, ἀφίσταμαί τινος, οὔκουν ἀπαυδᾶν δυνατόν ἐστί μοι πόνους Εὐρ. Ἱκ. 343· ἀρνοῦμαι, ἀπορρίπτω, ἀποκηρύττω, νεῖκος ἀπ. Θεόκρ. 22. 129· ἀποφάσκω, λέγω οὔ, ὄχι, Ἀνθ. Πλαν. 4. 299. ΙΙΙ. ὑστερῶ, ἀποκάμνω, δὲν ἐπαρκῶ, ἐγκαταλείπω τινά, φίλοισι Εὐρ. Ἀνδρ. 87: ἐντεῦθεν ἀπολ., ἐκλείπω, χάνομαι, ἢ ἀποθνήσκω, ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. Ἱστ. Φ. 5. 6, 1· ἀπ. πρός τι, Ἄντυλλ. ἐν Matth. Med. 108: καθίσταμαι ἄφωνος, Λουκ. Φιλόπ. 18. ἀπ. τὰ μαντεῖα, εἶναι βωβά, ἄφωνα, Πλούτ. 2. 431Β: - καταβάλλομαι, ὑπὸ λιμοῦ ἀπηυδηκότας Λουκ. π. Πένθ. 24· κόπῳ Βάβρ 7. 8· πόνοις Ἀνθ. ΙΙ. 5. 168. - Πρβλ. ἀπεῖπον, ἀπαγορεύω, ἀπερῶ.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
ao. ἀπηύδησα, pf. ἀπηύδηκα;
1 défendre, interdire;
2 refuser, décliner, acc. ; faire défaut : τινι à qqn ; se laisser abattre;
3 perdre l’usage de la parole, devenir muet.
Étymologie: ἀπό, αὐδάω.

Spanish (DGE)

I tr.
1 prohibir c. μή e inf. τὸν ἄνδρα ἀπηύδα ... μὴ 'ξω παρήκειν S.Ai.741, τὸν ἄνδρ' ἀπαυδῶ ... μήτ' εἰσδέχεσθαι μήτε ... S.OT 236, cf. E.Rh.934, Supp.467, Ar.Eq.1072
abs. oponerse, decir que no ἐγὼ δ' ἀπαυδῶ S.Ph.1293, E.Andr.579, AP 16.299.
2 c. ac. renunciar a πόνους E.Supp.342, νεῖκος Theoc.22.129.
II intr.
1 fallar c. dat. de pers. φίλοισι E.Andr.87.
2 agotarse, desfallecer, sucumbir c. rég. prep. πρὸς περίπατον Antyll. en Orib.6.21.11, ὑπὸ λιμοῦ Luc.Luct.24
c. dat. instrum. τῷ κόπῳ Babr.7.8, πόθοις AP 5.168
de pacientes fallecer Herod.Med.Rh.Mus.58.80
de maderas fallar, deshacerse σήπονται καὶ ... ἀ. Thphr.HP 5.6.1
de pers. desfallecer Thphr.Char.8.13, cf. POxy.237.8.12 (II d.C.), Luc.Merc.Cond.39, M.Ant.5.9
de una enfermedad debilitarse Hp.Aph.1.9.
3 quedarse sin habla, enmudecer Hp.Mul.1.74, Luc.Philopatr.18, τὰ μαντεῖα Plu.2.431b.

Greek Monotonic

ἀπαυδάω: μέλ. -ήσω·
I. απαγορεύω, σε Σοφ.· ἀπαυδάω μή, με απαρ., απαγορεύω να γίνει κάτι, στον ίδ., σε Ευρ.
II. απέχω, αποφεύγω, πόνους, σε Ευρ.· αρνούμαι, απορρίπτω, αποκηρύσσω, νεῖκος, σε Θεόκρ.
III. υστερώ, είμαι ανεπαρκής, αφήνω, εγκαταλείπω, φίλοισι, σε Ευρ.· ἀπαυδάω ὑπὸ λιμοῦ, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαυδάω: 1) запрещать (ποιεῖν и μὴ ποιεῖν τι Soph., Eur., Arph.);
2) отказываться, отклонять, отвергать (πόνους Eur.; νεῖκος Theocr.): ἀ. τινι ἐν κακοῖς Eur. покидать кого-л. в беде;
3) слабеть, изнемогать, уставать (κοπῳ Babr.; ὑπὸ λιμοῦ Luc.; πόνοις Anth.);
4) умолкать Luc., Plut.