ῥίγιον: Difference between revisions

From LSJ

νήπιοι, οἷς ταύτῃ κεῖται νόος, οὐδὲ ἴσασιν ὡς χρόνος ἔσθ᾿ ἥβης καὶ βιότου ὀλίγος θνητοῖς. ἀλλὰ σὺ ταῦτα μαθὼν βιότου ποτὶ τέρμα ψυχῇ τῶν ἀγαθῶν τλῆθι χαριζόμενος → fools, to think like that and not realise that mortals' time for youth and life is brief: you must take note of this, and since you are near the end of your life endure, indulging yourself with good things | Poor fools they to think so and not to know that the time of youth and life is but short for such as be mortal! Wherefore be thou wise in time, and fail not when the end is near to give thy soul freely of the best.

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ῥίγιον:''' ουδ. συγκρ. επίθ. από το [[ῥῖγος]]· ψυχρότερο, πιο [[κρύο]], πιο παγωμένο, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., φοβερότερο, τρομακτικότερο, φρικτότερο, πιο οικτρό, σε Όμηρ.
|lsmtext='''ῥίγιον:''' ουδ. συγκρ. επίθ. από το [[ῥῖγος]]· ψυχρότερο, πιο [[κρύο]], πιο παγωμένο, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., φοβερότερο, τρομακτικότερο, φρικτότερο, πιο οικτρό, σε Όμηρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ῥίγιον:''' (ρῑ) [adv. compar. от [[ῥῖγος]]<br /><b class="num">1)</b> холоднее: [[ποτὶ]] [[ἕσπερα]] ῥ. [[ἔσται]] Hom. к вечеру станет холоднее;<br /><b class="num">2)</b> ужаснее, хуже: τὸ δέ τοι καὶ ῥ. [[ἔσται]] Hom. это будет для тебя хуже.
}}
}}

Revision as of 03:28, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῑγιον Medium diacritics: ῥίγιον Low diacritics: ρίγιον Capitals: ΡΙΓΙΟΝ
Transliteration A: rhígion Transliteration B: rhigion Transliteration C: rigion Beta Code: r(i/gion

English (LSJ)

Comp. neut. Adj. formed from ῥιγέω,

   A more horrible or miserable, τό οἱ καὶ ῥ. ἔσται Il.1.325, cf. 563, 11.405; τὸ δὲ ῥ . . . ἄλγεα πάσχειν Od.20.220; [γυναικὸς] κακῆς οὐ ῥ. ἄλλο Hes.Op.703; cf. Semon.6.    II colder, ποτὶ ἕσπερα ῥ. ἔσται Od. 17.191.—The masc. ῥιγίων is not found.

German (Pape)

[Seite 842] neutr. comp. ohne posit., von ῥῖγος, frostiger, kälter, Cd. 17, 191; übh. schauderhafter, schrecklicher, schlimmer für Einen, τινί, oft bei Hom., wie τό οἱ καὶ ῥίγιον ἔσται, Il. 1, 325; Hes. O. 701; sp. D. Das masc. u. fem. scheint nicht vorzukommen; den superl. ῥίγιστος s. unten.

Greek (Liddell-Scott)

ῥίγιον: συγκρ. οὐδέτ. ἐπίθετ. σχηματισθὲν ἐκ τοῦ ῥῖγος, ψυχρότερον, παγερώτερον, ποτὶ ἕσπερα ῥ. ἔσται Ὀδ. Ρ. 191. ΙΙ. μεταφ. φοβερώτερον, οἰκτρότερον, τὸ οἱ καὶ ῥ. ἔσται Ἰλ. Α. 325, πρβλ. 563, Λ. 405˙ τὸ δὲ ῥ. ἔσται ... ἄλγεα πάσχειν Ὀδ. Υ. 220˙ κακῆς οὐ ῥ. ἄλλο Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 701˙ πρβλ. Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 7. - Τὸ ἀρσεν. ῥιγίων φαίνεται ὅτι δὲν ἀπαντᾷ.

French (Bailly abrégé)

adv.
1 plus froidement;
2 fig. d’une manière plus terrible, plus fâcheuse.
Étymologie: Cp. dérivé de ῥῖγος ; cf. ῥίγιστος.

English (Autenrieth)

(ϝρῖγος), comp.: colder, Od. 17.191; met., more horrible, more terrible, cf. ἄλγιον.—Sup., ῥίγιστος, ῥίγιστα, Il. 5.873†.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. (συγκρ. του ῥῑγος)
1. ψυχρότερα («ποτὶ ἔσπερα ῥίγιον ἔσται», Ομ. Οδ.)
2. φοβερότερα («[γυναικὸς] κακῆς οὐ ῥίγιον ἄλλο», Ησίοδ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. Συγκρ. βαθμός του ῥῖγος, κατά το αρχ. σχήμα ἄλγος: ἀλίων: ἄλγιστος, κέρδος: κερδίων: κέρδιστος].

Greek Monotonic

ῥίγιον: ουδ. συγκρ. επίθ. από το ῥῖγος· ψυχρότερο, πιο κρύο, πιο παγωμένο, σε Ομήρ. Οδ.· μεταφ., φοβερότερο, τρομακτικότερο, φρικτότερο, πιο οικτρό, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ῥίγιον: (ρῑ) [adv. compar. от ῥῖγος
1) холоднее: ποτὶ ἕσπερα ῥ. ἔσται Hom. к вечеру станет холоднее;
2) ужаснее, хуже: τὸ δέ τοι καὶ ῥ. ἔσται Hom. это будет для тебя хуже.