συγκαθίημι: Difference between revisions

From LSJ

τὸ θέλημά σου τὸ ἀγαθὸν καὶ τέλειον, πάτερ → your good and perfect will, Father

Source
(6)
(4)
Line 27: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συγκαθίημι:''' μέλ. <i>-καθήσω</i>, [[ρίχνω]], [[αφήνω]] να πέσει [[κάτι]] από κοινού με [[κάτι]] [[άλλο]], [[τοποθετώ]] μαζί, σε Ευρ.· [[συγκαθίημι]] ἑαυτόν, [[κάθομαι]] [[οκλαδόν]], [[χαμηλώνω]], [[κάθομαι]] [[κάτω]], <i>εἴςτι</i>, σε Πλάτ.· και απόλ. (ενν. <i>ἑαυτόν</i>), [[καταδέχομαι]], [[υποκύπτω]], [[ενδίδω]], [[συγκατανεύω]], [[συναινώ]], συμβιβάζομαι με άλλους, συμμορφώνομαι, με δοτ., στον ίδ.
|lsmtext='''συγκαθίημι:''' μέλ. <i>-καθήσω</i>, [[ρίχνω]], [[αφήνω]] να πέσει [[κάτι]] από κοινού με [[κάτι]] [[άλλο]], [[τοποθετώ]] μαζί, σε Ευρ.· [[συγκαθίημι]] ἑαυτόν, [[κάθομαι]] [[οκλαδόν]], [[χαμηλώνω]], [[κάθομαι]] [[κάτω]], <i>εἴςτι</i>, σε Πλάτ.· και απόλ. (ενν. <i>ἑαυτόν</i>), [[καταδέχομαι]], [[υποκύπτω]], [[ενδίδω]], [[συγκατανεύω]], [[συναινώ]], συμβιβάζομαι με άλλους, συμμορφώνομαι, με δοτ., στον ίδ.
}}
{{elru
|elrutext='''συγκαθίημι:''' (fut. συγκαθήσω)<br /><b class="num">1)</b> одновременно опускать, складывать (τι ἐν τῷ σκάφει Eur.): σ. ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν Plut. вместе (с кем-л.) бросаться в море; συγκαθέντες εἴς τινα τόπον [[ὑλώδη]] Polyb. забравшись вместе в какое-то лесистое место; σ. ἑαυτὸν εἰς τὰ [[ἐγγύς]] Plat. спускаться (в своих исследованиях) до непосредственной действительности;<br /><b class="num">2)</b> (sc. ἑαυτόν) опускаться (на корточки), приседать Arst., Diod.;<br /><b class="num">3)</b> (sc. ἑαυτόν) склоняться, приспособляться, следовать (τοῖς νέοις Plat.): ἵλεῳ τῇ διανοίᾳ συγκαθείς Plat. с искренним расположением (досл. следуя чувству благосклонности).
}}
}}

Revision as of 03:56, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγκαθίημι Medium diacritics: συγκαθίημι Low diacritics: συγκαθίημι Capitals: ΣΥΓΚΑΘΙΗΜΙ
Transliteration A: synkathíēmi Transliteration B: synkathiēmi Transliteration C: sygkathiimi Beta Code: sugkaqi/hmi

English (LSJ)

fut.

   A -καθήσω E.Hel.1068:—let down with or together, deposit together, κόσμον l.c.; αὑτὴν σ. let oneself down, lower oneself, εἴς τι Pl.Tht.174a; ὁμοῦ σ. ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλατταν threw himself into it along with her, Plu.2.163c; insert together with, ἄγκιστρον τῷ δακτύλῳ Heliod. ap. Orib.44.14.3. cf. Dsc.2.76, 5.40; σ. Μούσας τοῖς Βατράχοις bring them upon the stage at the same time with . ., Arg.2 S.OC:—Pass., stoop down and enter, εἰς τόπον, of an ambush, Plb.8.24.4.    II (sc. ἑαυτόν) settle down, crouch, squat, Arist.Pr.869b11, D.S.20.51; συγκαθείσης τῆς θηλείας ἐπιβαίνει τὸ ἄρρεν Arist.HA539b29.    2 stoop, condescend, accommodate oneself, οἱ . . γέροντες συγκαθιέντες τοῖς νέοις Pl.R.563a; εἰς . . D.H.6.56, etc.: abs., Pl.Prt.336a, Tht.168b; εἰς τὰ ἀναγκαῖα cj. in Epicur.Sent.Vat.44.    3 of a seller, σ. τῇ τιμῇ come down in price, Lync. ap. Ath.7.313f.

German (Pape)

[Seite 963] (s. ἵημι), mit, zugleich, zusammen herunterschicken, -lassen, συγκαθήσω κόσμον ἐν ταὐτῷ σκάφει, Eur. Hel. 1074; u. med., παίδων ὅπως νῷν σπέρμα συγκαθήσεται, Ion 406; übtr., αὑτὴν εἴς τι, Plat. Theaet. 174 a; Prot. 336 a. – Med. sich niederlassen, hinabbegeben, εἴς τινα τόπον, verstecken, Pol. 8, 26, 1; auch τινὶ εἴς τι, sich worauf einlassen, wie συγκαταβαίνω, Lob. Phryn. 398.

Greek (Liddell-Scott)

συγκαθίημι: μέλλ. -καθήσω, καθίημι, ῥίπτω ὁμοῦ, εἶτ’ ἐγὼ συμπλεύσομαι καὶ συγκαθήσω κόσμον ἐν ταὐτῷ σκάφει, δηλ. ἐν τῷ αὐτῷ σκάφει συμπλεύσομαι καὶ συγκαθήσω κόσμον, Εὐρ. Ἑλ. 1068· - ἐκ τοῦ ἐγγὺς οὐδὲν αὑτὴν συγκαθιεῖσα Πλάτ. Θεαίτ. 174Α· ὁμοῦ σ. ἑαυτὸν εἰς θάλασσαν, ῥίπτεσαι μετ’ αὐτῆς εἰς τὴν θάλασσαν, Πλούτ. 2. 163C· Φρύνιχος ἐν Μούσαις, ἃς συγκαθῆκε τοῖς Βατράχοις, παρουσίασεν εἰς τὴν σκηνὴν συγχρόνως μὲ τοὺς Βατράχους (τοῦ Ἀριστοφάνους), Ὑπόθεσις β΄εἰς Σοφ. Ο. Κ. -Παθ., κύπτω καὶ εἰσέρχομαι, εἰς τόπον, ἐπὶ ἐνέδρας, Πολύβ. 8. 26, 1. ΙΙ. (ἐξυπακ. ἑαυτόν), ὀκλάζω, ὑποπτήσσω, κατακλίνομαι, Ἀριστ. Προβλ. 2. 31, 2, Διόδ. 20, 51· συγκαθείσης τῆς θηλείας ἐπιβαίνει τὸ ἄρρεν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 2, 4. 2) κύπτω, συγκατανεύω, συγκαταβαίνω, οἱ.. γέροντες συγκαθιέντες τοῖς νέοις Πλάτ. Πολ. 563Α· εἰς.., Διον. Ἁλ. 6. 56, κτλ.· ἀπολ., Πλάτ. Πρωτ. 336Α, Θεαίτ. 168Β· πρβλ. συγκαταβαίνω 6, καὶ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 398. 3) καταβαίνω λόφον, σ. τῇ τιμῇ, καταβαίνω εἰς τὴν τιμὴν, Λυγκ. παρ’ Ἀθην. 313F.

French (Bailly abrégé)

f. συγκαθήσω, etc.
laisser tomber.
Étymologie: σύν, καθίημι.

Greek Monolingual

Α
1. ρίχνω συγχρόνως («ὁμοῡ συγκαθῆκεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλατταν», Πλούτ.)
2. παρεμβάλλω συγχρόνως
3. παρουσιάζω συγχρόνως στη σκηνή («Φρύνιχος ἐν Μούσαις, ἅς συγκαθήκε τοῑς Βατράχοις», Σοφ.)
4. συγκατανεύω, συγκαταβαίνω
5. είμαι υποχωρητικός σε κάτι
6. (για πωλητή) χαμηλώνω την τιμή εμπορεύματος
7. (αμτβ.) α) γέρνω, χαμηλώνω
β) κάθομαι οκλαδόν
8. παθ. συγκαθίεμαι
εισέρχομαι κάπου σκυφτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθίημι / καθίεμαι «ρίχνω, κατεβάζω, παρουσιάζω επί σκηνής»].

Greek Monolingual

Α
1. ρίχνω συγχρόνως («ὁμοῡ συγκαθῆκεν ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλατταν», Πλούτ.)
2. παρεμβάλλω συγχρόνως
3. παρουσιάζω συγχρόνως στη σκηνή («Φρύνιχος ἐν Μούσαις, ἅς συγκαθήκε τοῑς Βατράχοις», Σοφ.)
4. συγκατανεύω, συγκαταβαίνω
5. είμαι υποχωρητικός σε κάτι
6. (για πωλητή) χαμηλώνω την τιμή εμπορεύματος
7. (αμτβ.) α) γέρνω, χαμηλώνω
β) κάθομαι οκλαδόν
8. παθ. συγκαθίεμαι
εισέρχομαι κάπου σκυφτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + καθίημι / καθίεμαι «ρίχνω, κατεβάζω, παρουσιάζω επί σκηνής»].

Greek Monotonic

συγκαθίημι: μέλ. -καθήσω, ρίχνω, αφήνω να πέσει κάτι από κοινού με κάτι άλλο, τοποθετώ μαζί, σε Ευρ.· συγκαθίημι ἑαυτόν, κάθομαι οκλαδόν, χαμηλώνω, κάθομαι κάτω, εἴςτι, σε Πλάτ.· και απόλ. (ενν. ἑαυτόν), καταδέχομαι, υποκύπτω, ενδίδω, συγκατανεύω, συναινώ, συμβιβάζομαι με άλλους, συμμορφώνομαι, με δοτ., στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

συγκαθίημι: (fut. συγκαθήσω)
1) одновременно опускать, складывать (τι ἐν τῷ σκάφει Eur.): σ. ἑαυτὸν εἰς τὴν θάλασσαν Plut. вместе (с кем-л.) бросаться в море; συγκαθέντες εἴς τινα τόπον ὑλώδη Polyb. забравшись вместе в какое-то лесистое место; σ. ἑαυτὸν εἰς τὰ ἐγγύς Plat. спускаться (в своих исследованиях) до непосредственной действительности;
2) (sc. ἑαυτόν) опускаться (на корточки), приседать Arst., Diod.;
3) (sc. ἑαυτόν) склоняться, приспособляться, следовать (τοῖς νέοις Plat.): ἵλεῳ τῇ διανοίᾳ συγκαθείς Plat. с искренним расположением (досл. следуя чувству благосклонности).