διαπαντός: Difference between revisions

From LSJ

οἴκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → the person who is well satisfied should stay at home

Source
(1b)
(nl)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαπαντός:''' adv. чаще раздельно сплошь, непрерывно, постоянно Aesch.
|elrutext='''διαπαντός:''' adv. чаще раздельно сплошь, непрерывно, постоянно Aesch.
}}
{{elnl
|elnltext=διαπαντός adv., latere schrijfwijze voor διὰ παντός (zie πᾶς ).
}}
}}

Revision as of 06:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπαντός Medium diacritics: διαπαντός Low diacritics: διαπαντός Capitals: ΔΙΑΠΑΝΤΟΣ
Transliteration A: diapantós Transliteration B: diapantos Transliteration C: diapantos Beta Code: diapanto/s

English (LSJ)

Adv., later spelling of διὰ παντός,

   A v. διά A.11.1.

German (Pape)

[Seite 593] durchgängig, immer; besser getrennt zu schreiben.

Greek (Liddell-Scott)

διαπαντός: ἐπίρρ., ὀρθῶς γραφόμενον διὰ παντός, ἴδε διά ΙΙ. 1.

French (Bailly abrégé)

ou διὰ παντός;
v. πᾶς.

Spanish (DGE)

adv. por διὰ παντός frec. cód. del todo δουλεύειν D.H.Isoc.13.4, cf. Epict.Gnom.39, I.AI 7.161, Aesop.292, PMich.636.7, 14 (IV d.C.), Corp.Herm.Fr.Ox.4.2
ref. al tiempo continuamente, siempre διὰ τὴν πρὸς τὴν πατρίδα δ. τοῦ γένους εὔνοιαν MAMA 6.115.9 (Heraclea I d.C.), φυλάξει δ. ἣν εἶχεν ἐξ ἀρχῆς κατάστασιν Gal.1.419, τὰς ὑψώσεις ... δ. ἐν τῷ λάρυγγι φέροντες guardando siempre en la garganta las alabanzas Gr.Naz.M.36.249B, μανθάνειν παρὰ Θεοῦ Iren.Lugd.Haer.2.28.3, ἵνα δυνηθῇς δ. μένειν ἐν τῇ αὐτῇ προθέσει τῆς ἡσυχίας Apoph.Patr.Sys.3.2.5.

English (Strong)

from διά and the genitive case of πᾶς; through all time, i.e. (adverbially) constantly: alway(-s), continually.

English (Thayer)

(διαπαρατριβή) διαπαρατριβης, ἡ, constant contention, incessant wrangling or strife, (παρατριβη, attrition; contention, wrangling); a word justly adopted in G L T Tr WH (for παραδιατριβαί, which see); not found elsewhere (except Clement of Alexandria, etc.); cf. Winer's Grammar, 102 (96). Cf. the double compounds διαπαρατήρειν, διαπαρακύπτομαι, Ald.; διαπαροξύνω, Josephus, Antiquities 10,7, 5. (Stephanus' Thesaurus also gives διαπαράγω, Gregory of Nyssa, ii. 177b.; διαπαραλαμβάνω; διαπαρασιωπάω, Josephus, Genes., p. 9a.; διαπαρασύρω, Schol. Lucian. ii. 796 Hemst.)

Greek Monolingual

(AM διὰ παντός) (χρον. επίρρ.)
για πάντα, παντοτινά.

Greek Monotonic

διαπαντός: ή διὰπαντός, τελείως, καθ' ολοκληρίαν, εξολοκλήρου, πέρα ως πέρα, ολωσδιόλου.

Russian (Dvoretsky)

διαπαντός: adv. чаще раздельно сплошь, непрерывно, постоянно Aesch.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπαντός adv., latere schrijfwijze voor διὰ παντός (zie πᾶς ).