καταστύφω: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
(2b)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''καταστύφω:''' (ῡ) делать твердым, жестким: τὸ κατεστυυμένον Plut. жесткость, черствость.
|elrutext='''καταστύφω:''' (ῡ) делать твердым, жестким: τὸ κατεστυυμένον Plut. жесткость, черствость.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-στύφω wrang maken; overdr. ptc. subst. τὸ κατεστυμμένον norsheid.
}}
}}

Revision as of 07:04, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταστύφω Medium diacritics: καταστύφω Low diacritics: καταστύφω Capitals: ΚΑΤΑΣΤΥΦΩ
Transliteration A: katastýphō Transliteration B: katastyphō Transliteration C: katastyfo Beta Code: katastu/fw

English (LSJ)

[ῡ],

   A astringe: metaph. in Pass., of a person, αὐστηρὸς καὶ κατεστυμμένος Men.Rh.p.389S.; τὸ κατεστ. sourness, harshness, Plu.Cat.Mi.46.

German (Pape)

[Seite 1383] herb machen; pass. übertr., τοῦ Κάτωνος τὸ αὐστηρὸν καὶ κατεστυμμένον, das herbe, finstere Wesen, Plut. Cat. min. 46.

Greek (Liddell-Scott)

καταστύφω: ῠ, κάμνω τι στυφὸν ἢ ὄξινον, αὐστηρὸς καὶ κατεστυμμένος Walz Ρήτ. 9. 248· τὸ κατεστυμμένον, αὐστηρότης, τὸ στυφόν· τοῦ Κάτωνος τὸ αὐστηρὸν καὶ κατεστυμμένον ὁρῶντες Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 46· καταπυκνῶ, διὸ ὁ Ἡσύχ. «κατέστυγεν, ἐσάρκωσεν».

French (Bailly abrégé)

rendre dur, âpre : τὸ κατεστυμμένον PLUT caractère rude.
Étymologie: κατά, στύφω.

Greek Monolingual

καταστύφω (Α)
1. κάνω κάτι πολύ στυφό
2. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) κατεστυμμένος, -η, -ον
(για πρόσ.) μτφ. δύστροπος, δύσκολος
3. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) τo κατεστυμμένον
μτφ. η στυφότητα, η αυστηρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + στύφω «είμαι στυφός»].

Greek Monotonic

καταστύφω: [ῡ], καθιστώ κάτι στυφό ή ξινό — Παθ., μτχ. παρακ. τὸ κατεστυμμένον, ξινότητα, στυφότητα, τραχύτητα, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

καταστύφω: (ῡ) делать твердым, жестким: τὸ κατεστυυμένον Plut. жесткость, черствость.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-στύφω wrang maken; overdr. ptc. subst. τὸ κατεστυμμένον norsheid.