σκέμμα: Difference between revisions

From LSJ

Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.

Horace, Epistles 1.34
(4)
(nl)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''σκέμμα:''' ατος τό [[σκέπτομαι]]<br /><b class="num">1)</b> предмет рассмотрения, тема исследования Plat.;<br /><b class="num">2)</b> рассмотрение, исследование Plat., Arst.
|elrutext='''σκέμμα:''' ατος τό [[σκέπτομαι]]<br /><b class="num">1)</b> предмет рассмотрения, тема исследования Plat.;<br /><b class="num">2)</b> рассмотрение, исследование Plat., Arst.
}}
{{elnl
|elnltext=σκέμμα -ατος, τό [σκέπτομαι] vraagstuk, onderzoek, analyse.
}}
}}

Revision as of 08:40, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκέμμα Medium diacritics: σκέμμα Low diacritics: σκέμμα Capitals: ΣΚΕΜΜΑ
Transliteration A: skémma Transliteration B: skemma Transliteration C: skemma Beta Code: ske/mma

English (LSJ)

ατος, τό, (σκέπτομαι)

   A subject for speculation or reflection, problem, Hp.Acut.9, Pl.R.435c, 445a, Phld.Rh.1.202 S.    II speculation, Pl.Cri.48c; τὸ σ. περὶ δυοῖν ἐστίν Arist.Pol.1285b37.    III scheme, plot, J.BJ1.24.6.

German (Pape)

[Seite 892] τό, Betrachtung, Ueberlegung, Plat. Crit. 48 c; Untersuchung, Rep. IV, 445 a; εἰς φαῦλόν γε σκέμμα ἐμπεπτώκαμεν περὶ ψυχῆς εἴτε –, 435 c; S. Emp. pyrrh. 3, 56.

Greek (Liddell-Scott)

σκέμμα: τό, (σκέπτομαι) ὑπόθεσις πρὸς σκέψιν, πρᾶγμα ἄξιον σκέψεως, ζήτημα, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 384, Πλάτ. Πολ. 435C, 445Α. ΙΙ. σκέψις, θεωρία, ὁ αὐτ. ἐν Κρίτωνι 48C· τὸ σκ. περὶ δυοῖν ἐστιν Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 2· «διάνοια» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
examen, réflexion.
Étymologie: σκέπτομαι.

Greek Monolingual

-ατος, τὸ, ΜΑ
1. σχέδιο, τέχνασμασυμμέτοχος τοῡ σκέμματος», Ιώσ.)
2. πλεκτάνη, επιβουλή, ενέδρα («ἠδίκεις κοινωνῶν τῆς ἐπιβουλῆς, ὅσον ἐπὶ τοῑς σκέμμασι», Ιούλ. Καίσ.)
αρχ.
1. αντικείμενο σκέψης, διανόησης («εἰς φαῡλον... σκέμμα ἐμπεπτώκαμεν περὶ ψυχῆς», Φιλόδ.)
2. διανόημα, συλλογισμός («μὴ ὡς ἀληθῶς ταῡτα,... σκέμματα ᾖ τῶν ῥᾳδίως ἀποκτιννύντων», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. σκεπ- του σκέπτομαι + κατάλ. -μα, με αφομοίωση του -π- (πρβλ. γράμ-μα)].

Greek Monotonic

σκέμμα: -ατος, τό (σκέπτομαι),·
I. υπόθεση που χρήζει σκέψης, ζήτημα, θέμα, σε Πλάτ.
II. σκέψη, θεωρία, υπόθεση, συλλογισμός, προβληματισμός, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

σκέμμα: ατος τό σκέπτομαι
1) предмет рассмотрения, тема исследования Plat.;
2) рассмотрение, исследование Plat., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκέμμα -ατος, τό [σκέπτομαι] vraagstuk, onderzoek, analyse.