συγκυρία: Difference between revisions
τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind
(nl) |
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
|txtha=συγκυριας, ἡ (συγκύρειν, to [[happen]], [[turn]] [[out]]), [[accident]], [[chance]]: [[κατά]] συγκυρίαν, by [[chance]], [[accidentally]], [[Hippocrates]]; ecclesiastical and Byzantine writings; Greek writings from [[Polybius]] [[down]] [[more]] [[common]] [[use]] συγκυρησις and συγκυρημα (Winer's Grammar, 24).) | |txtha=συγκυριας, ἡ (συγκύρειν, to [[happen]], [[turn]] [[out]]), [[accident]], [[chance]]: [[κατά]] συγκυρίαν, by [[chance]], [[accidentally]], [[Hippocrates]]; ecclesiastical and Byzantine writings; Greek writings from [[Polybius]] [[down]] [[more]] [[common]] [[use]] συγκυρησις and συγκυρημα (Winer's Grammar, 24).) | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 13:08, 1 January 2019
English (LSJ)
ἡ, = foreg., τὰ ἀπὸ συγκυρίης λυπήματα γνώμης
A chance annoyances, Hp.Hum.9; διὰ συγκυρίην Id.VM10; κατὰ συγκυρίαν Ev.Luc.10.31, Eust.376.12.
German (Pape)
[Seite 970] ἡ, seltene Form für συγκύρησις, N. T.
Greek (Liddell-Scott)
συγκῠρία: ἡ, σπανιώτερος τύπος ἀντὶ τοῦ προηγ., τὰ ἀπὸ συγκυρίης, τὰ τυχαῖα συμβάντα, Ἱππ. 49. 28· διὰ συγκυρίαν ὁ αὐτ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 11· κατὰ σ. Εὐαγγ. κ. Λουκ. ι΄, 31, Εὐστ. 376. 12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
rencontre fortuite, accident, coïncidence, événement.
Étymologie: συγκυρέω.
English (Strong)
from a comparative of σύν and kureo (to light or happen; from the base of κύριος); concurrence, i.e. accident: chance.
English (Thayer)
συγκυριας, ἡ (συγκύρειν, to happen, turn out), accident, chance: κατά συγκυρίαν, by chance, accidentally, Hippocrates; ecclesiastical and Byzantine writings; Greek writings from Polybius down more common use συγκυρησις and συγκυρημα (Winer's Grammar, 24).)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ [συγκυρῶ (II)]
1. τυχαία σύμπτωση, συντυχία
2. φρ. «κατά συγκυρία», «κατὰ συγκυρίαν» — κατά τύχη, τυχαία
νεοελλ.
φρ. «οικονομική συγκυρία»
(οικον.) το σύνολο τών οικονομικών, κοινωνικών, τεχνικών κ.ά. περιστάσεων που προσδιορίζουν την κατάσταση μιας οικονομίας και, γενικότερα, το σύνολο τών μη εποχικών περιστάσεων οι οποίες ισχύουν σε μια δεδομένη φάση του οικονομικού κύκλου και με τη μελέτη τών οποίων επιδιώκεται η πρόβλεψη τών οικονομικών εξελίξεων.
Greek Monotonic
συγκῠρία: ἡ, σύμπωση· κατὰ συγκυρίαν, κατά τύχη, σε Καινή Διαθήκη
Russian (Dvoretsky)
συγκῠρία: ἡ случай, случайность: κατὰ συγκυρίαν NT случайно.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκυρία -ας, ἡ, Ion. συγκυρίη [συγκυρέω] toeval, toevalligheid:. δι ’ ἄλλην τινὰ συγκυρίην door een ander toeval Hp. VM 10; κατὰ συγκυρίαν bij toeval NT Luc. 10.31.