λωποδύτης: Difference between revisions
Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead
m (Text replacement - "˙" to "·") |
(1ba) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λωποδύτης:''' ου (ῠ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> вор, крадущий одежду, Arph., Lys. etc.;<br /><b class="num">2)</b> (вообще) вор, грабитель Arph., Plat. etc.: ἀλλοτρίων ἐπέων λ. Anth. литературный вор, плагиатор. | |elrutext='''λωποδύτης:''' ου (ῠ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> вор, крадущий одежду, Arph., Lys. etc.;<br /><b class="num">2)</b> (вообще) вор, грабитель Arph., Plat. etc.: ἀλλοτρίων ἐπέων λ. Anth. литературный вор, плагиатор. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=λωπο-δύ˘της, ου, ὁ, [[λῶπος]], δύω]<br /><b class="num">I.</b> one who slips [[into]] [[another]]'s [[clothes]], a [[clothes]]-stealer, esp. one who steals the [[clothes]] of bathers, or strips travellers, Soph.<br /><b class="num">II.</b> [[generally]], a [[thief]], [[robber]], footpad, Ar., Dem. | |||
}} | }} |
Revision as of 03:35, 10 January 2019
English (LSJ)
[ῠ], ου, ὁ,
A clothes-stealer, esp. one who steals of bathers, or strips travellers, S.Epigr.4. II generally, thief, robber, footpad, IG12.44.5, Antipho 5.9, Cratin.206, Ar.Av.497, Ra.772, Lys.10.10, Phld.Rh.2.144 S., etc.; λωποδυτῶν θάνατον αἱρεῖσθαι D.4.47; λ. ἀλλοτρίων ἐπέων plagiarist, AP11.130 (Poll.), cf. Arr.Epict.2.19.28.
Greek (Liddell-Scott)
λωποδύτης: [ῠ], -ου, ὁ, (λῶπος, δύω), ὁ τὰ ἱμάτια ἀποδύων, ὁ ἐνδεδυμένον ἀποδύων, κυρίως ὁ κλέπτων τὰ ἱμάτια τῶν λουομένων ἢ ἀπογυμνώνων τοὺς διαβάτας, Σοφ. Ἐπίγραμμ. παρ’ Ἀθην. 604F, Α. Β. 176, πρβλ. λωποδυτέω. ΙΙ. καθόλου, κλέπτης, λῃστής, Ἀριστοφ. Βάτρ. 772, Ὄρν. 497, Ἀντιφῶν 130. 19, Λυσ. 117. 7, κτλ.· λωποδυτῶν θάνατον αἱρεῖσθαι Δημ. 53· ἐν τέλ.· ἀλλοτρίων λ. ἐπέων, ὁ κλέπτων ἢ ἰδιοποιούμενος ξένας ἐκφράσεις καὶ ἰδέας, Ἀνθ. Π. 11. 130, πρβλ. Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 28.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
voleur, pillard.
Étymologie: λῶπος, δύομαι.
Greek Monolingual
ο, θηλ. λωποδύτρια και λωποδύτρα και λωποδύτισσα (Α λωποδύτης)
επιτήδειος και πανούργος κλέφτης, κυρίως αντικειμένων («κάποιος λωποδύτης θα σού πήρε το πορτοφόλι»)
αρχ.
1. αυτός που έκλεβε ενδύματα, ιδίως λουομένων, ή αφαιρούσε βίαια τους επενδύτες τών διαβατών πράξη που, κατά το αττικό δίκαιο, αποτελούσε διακεκριμένη περίπτωση κλοπής
2. μτφ. αυτός που ιδιοποιείται ξένες εκφράσεις και ιδέες («λωποδύτης ἀλλοτρίων ἐπέων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λώπη «περίβλημα, επενδύτης» + -δύτης (< δύω «βυθίζω, βουτώ»), πρβλ. αμμο-δύτης, τρωγλο-δύτης.
Greek Monotonic
λωποδύτης: [ῠ], -ου, ὁ (λῶπος, δύω)·
I. κάποιος που γλιστράει μέσα στα ρούχα κάποιου άλλου, κλέφτης ενδυμάτων, κυρίως αυτός που κλέβει τα ρούχα λουομένων ή απογυμνώνει διαβάτες, σε Σοφ.
II. γενικά, κλέφτης, ληστής, σε Αριστοφ., Δημ.
Russian (Dvoretsky)
λωποδύτης: ου (ῠ) ὁ
1) вор, крадущий одежду, Arph., Lys. etc.;
2) (вообще) вор, грабитель Arph., Plat. etc.: ἀλλοτρίων ἐπέων λ. Anth. литературный вор, плагиатор.
Middle Liddell
λωπο-δύ˘της, ου, ὁ, λῶπος, δύω]
I. one who slips into another's clothes, a clothes-stealer, esp. one who steals the clothes of bathers, or strips travellers, Soph.
II. generally, a thief, robber, footpad, Ar., Dem.