παροψίς: Difference between revisions
(1ba) |
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[παραψίς]], -[[ίδος]], ή<br />ΜΑ μεγάλο [[πιάτο]], [[πιατέλα]] (α. «[[εἴσω]] ποικίλων παροψίδων», Αλεξ.<br />β. «τὸ [[ἔξωθεν]] | |mltxt=και [[παραψίς]], -[[ίδος]], ή<br />ΜΑ μεγάλο [[πιάτο]], [[πιατέλα]] (α. «[[εἴσω]] ποικίλων παροψίδων», Αλεξ.<br />β. «τὸ [[ἔξωθεν]] τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος», ΚΔ)<br /><b>αρχ.</b><br />εκλεκτό [[έδεσμα]] ή [[ποικιλία]] εδεσμάτων [[εκτός]] από το κύριο [[φαγητό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>παρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὄψον]] «[[τροφή]], [[έδεσμα]]» <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ίς</i>, -[[ίδος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 12:50, 15 February 2019
English (LSJ)
ίδος, ἡ, (ὄψον)
A = παρόψημα, Pherecr.147, Ar.Fr.187, al., X.Cyr.1.3.4 : metaph., τῶν κακῶν παροψίδες fresh tastes of misery, Magn.2. II dish on which such meats are served, Antiph.60, Alex. 86, Archestr.Fr.6, Ev.Matt.23.25, Juv.3.142, Artem.1.74 (παραψ-codd., cf. Hsch.). (The second use is condemned by Phryn. 153.)
German (Pape)
[Seite 528] ἡ, eine Nebenschüssel mit ausgesuchter Speise, mehr zur Leckerei als zur Sättigung bestimmt, Ath. IX, 367 d ff., mit Beispielen aus den com., vgl. X, 459 c. – Auch eine kleine Schüssel, in welcher das Essen aufgetragen wird, Antiphan. u. Alexis bei Ath. a. a. O.; Artemid. 1, 74; N. T.; welcher Gebrauch von den Atticisten getadelt wird, Lob. Phryn. 176. Bei Xen. Cyr. 1, 3, 4 ist die erste Bedeutung festzuhalten.
Greek (Liddell-Scott)
παροψίς: -ίδος, ἡ, (ὄψον) ἔκτακτον ἔδεσμα τιθέμενον παρὰ τὸ σύνηθες φαγητόν, Φερεκράτ. ἐν «Χείρωνι» 4, Ἀριστοφ. Ἀποσπάσμ. 236, κ. ἀλλ., Ξενοφ. Κύρ. 1. 3, 4· μεταφορ., τῶν κακῶν παροψίδες, νέαι δοκιμασίαι δυστυχίας, Μάγνης ἐν «Διονύσῳ» 1, ἔνθα ἴδε Meineke πρβλ. παροψώνημα. ΙΙ.πινάκιον ἐφ’ οὗ τοιαῦτα ἐδέσματα προσφέρονται, καλέσας τι παρατίθησιν ἐν παροψίδι Ἀντιφάνης ἐν «Βοιωτίᾳ» 3· εἴσω ποικίλων παροψίδων Ἄλεξις ἐν «Ἡσιόνῃ» 2. ― Ἂν καὶ συχνάκις ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς κωμικ. [ὅρα Ἀθήν. 367D κἑξ.), οἱ Ἀττικίζοντες ψέγουσι τὴν χρῆσιν τῆς λέξεως, Λοβ. εἰς Φρύνιχ. 176.
French (Bailly abrégé)
ίδος (ἡ) :
1 plat de friandises ou de hors-d’œuvre;
2 plat, assiette.
Étymologie: παρά, ὄψον.
English (Strong)
from παρά and the base of ὀψάριον; a side-dish (the receptacle): platter.
English (Thayer)
παροψίδος, ἡ (παρά (which see IV:1), and ὄψον, on which see ὀψάριον);
1. "a side-dish, a dish of dainties or choice food suited not so much to satisfy as to gratify the appetite; a side-accompaniment of the more solid food"; hence, equivalent to παροψημα; so in Xenophon, Cyril 1,3, 4and many Attic writings in Athen. 9, p. 367d. following
2. the dish itself in which the delicacies are served up: T omits; WH brackets παροψίδος); Artemidorus Daldianus, oneir. 1,74; Alciphron 3,20; Plutarch, de vitand. aere alien. § 2. This latter use of the word is condemned by the Atticists; cf. Sturz, Lex. Xenophon, iii., 463 f; Lob. ad Phryn., p. 176; (Rutherford, New Phryn., p. 265f); Poppo on Xenophon, Cyril 1,3, 4.
Greek Monolingual
και παραψίς, -ίδος, ή
ΜΑ μεγάλο πιάτο, πιατέλα (α. «εἴσω ποικίλων παροψίδων», Αλεξ.
β. «τὸ ἔξωθεν τοῦ ποτηρίου καὶ τῆς παροψίδος», ΚΔ)
αρχ.
εκλεκτό έδεσμα ή ποικιλία εδεσμάτων εκτός από το κύριο φαγητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)- + ὄψον «τροφή, έδεσμα» + κατάλ. -ίς, -ίδος].
Greek Monotonic
παροψίς: -ίδος, ἡ (ὄψον), εξαιρετικό έδεσμα, νόστιμο ορεκτικό, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
παροψίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1) лакомство, десерт Xen.;
2) блюдо или чаша Plut., NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παροψίς -ίδος, ἡ [παρά, ὄψον] delicatesse, hapje, bijgerecht. schaal.