δέομαι: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(1a)
(c1)
Line 25: Line 25:
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''δέομαι''': {déomai}<br />'''See also''': s. 2. [[δέω]].<br />'''Page''' 1,367
|ftr='''δέομαι''': {déomai}<br />'''See also''': s. 2. [[δέω]].<br />'''Page''' 1,367
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':dšomai 得哦買<p>'''詞類次數''':動詞(22)<p>'''原文字根''':捆綁 相當於: ([[חָנַן]]&#x200E;)  ([[נָא]]&#x200E;)  ([[עָתַר]]&#x200E;)  ([[צָעַק]]&#x200E;)  ([[תַּחֲנוּן]]&#x200E;)  ([[תְּפִלָּה]]&#x200E;)<p>'''字義溯源''':求,祈求,懇求,請求,禱告,勸;源自([[δέω]])*=捆綁)。參讀 ([[αἰτέω]])同義字。參讀 ([[βούλομαι]])同義字<p/>'''出現次數''':總共(22);太(1);路(8);徒(7);羅(1);林後(3);加(1);帖前(1)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 求(6) 路5:12; 路8:28; 路9:38; 徒21:39; 林後5:20; 林後8:4;<p>2) 懇求(3) 路8:38; 徒26:3; 羅1:10;<p>3) 你們當求(2) 太9:38; 路10:2;<p>4) 祈求(2) 路21:36; 徒8:22;<p>5) 已經⋯祈求(1) 路22:32;<p>6) 我⋯求過(1) 路9:40;<p>7) 願⋯祈求(1) 徒8:24;<p>8) 我們⋯祈求(1) 帖前3:10;<p>9) 禱告(1) 徒10:2;<p>10) 禱告完了(1) 徒4:31;<p>11) 請問(1) 徒8:34;<p>12) 我祈望(1) 林後10:2;<p>13) 我勸(1) 加4:12
}}
}}

Revision as of 20:05, 2 October 2019

German (Pape)

[Seite 547] fürchten, Aesch. Pers. 686 (v. l. δείομαι) c. inf.; es ist wohl δίομαι zu lesen. bitten, bedürfen, s. δέω.

French (Bailly abrégé)

v. δέω¹ et δέω².

English (Slater)

δέομαι
   1 lack c. gen. ταὶ μεγάλαι γὰρ ἀλκαὶ σκότον πολὺν ὕμνων ἔχοντι δεόμεναι (N. 7.13)

Spanish (DGE)

v. 2 δέω.
δοκῶ Hsch. (prob. f.l. por δέαμαι).

English (Strong)

middle voice of δέω; to beg (as binding oneself), i.e. petition: beseech, pray (to), make request. Compare πυνθάνομαι.

English (Thayer)

(δέος) δέους, τό (δείδω) (from Homer down), fear, awe: μετά εὐλαβείας καί δέους, L T Tr WH. [ SYNONYMS: δέος (apprehension), φόβος (fear): Ammonius under the word δέος says δέος καί φόβος διαφέρει. δέος μέν γάρ ἐστι πολυχρόνιος κακοῦ ὑπόνοια. φόβος δέ ἡ παραυτίκα πτόησις. Plato (Laches, p. 198b.): δέος γάρ εἶναι προσδοκίαν μέλλοντος κακοῦ. Cf. Stallbaum on Plato s Protag., p. 167; Schmidt, chapter 139; and see under the word δειλία.]

Greek Monolingual

(AM δέομαι)
κάνω δέηση, ικετεύω, προσεύχομαι («δέεται σιωπηλά», «πρὸς τὸν Θεόν μου δεηθήσομαι», «καὶ δεόμεθά σου, ὁ Θεός»)
αρχ.-μσν.
έχω ανάγκη, χρειάζομαι κάτι («ἐδέοντο βοηθείας»)
αρχ.
1. επιθυμώ
μηδὲ δεῑσθαι τοῦ ἀπηγορευμένου» — ούτε να επιθυμεί το απαγορευμένο)
2. παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι («ἐμοῡ δὲ δέησιν ἰσχυρὰν ἐδεήθη μὴ παραλιπεῑν, «ἐδεήθη Καίσαρος ὅπως αὐτὴν ἐάση...»)
αρχ.-μσν.
(μτχ. ενεστ.) οι δεόμενοι
έτσι καλούνται από τη στάση τους παραστάσεις χριστιανών, αγίων ή άλλων προσώπων της Αγίας Γραφής, που εικονίζονται στις τοιχογραφίες τών κατακομβών
αρχ.
οι φτωχοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. δέω (Ι)].

Frisk Etymological English

See also: s. 2. δέω.

Frisk Etymology German

δέομαι: {déomai}
See also: s. 2. δέω.
Page 1,367

Chinese

原文音譯:dšomai 得哦買

詞類次數:動詞(22)

原文字根:捆綁 相當於: (חָנַן‎) (נָא‎) (עָתַר‎) (צָעַק‎) (תַּחֲנוּן‎) (תְּפִלָּה‎)

字義溯源:求,祈求,懇求,請求,禱告,勸;源自(δέω)*=捆綁)。參讀 (αἰτέω)同義字。參讀 (βούλομαι)同義字

出現次數:總共(22);太(1);路(8);徒(7);羅(1);林後(3);加(1);帖前(1)

譯字彙編

1) 求(6) 路5:12; 路8:28; 路9:38; 徒21:39; 林後5:20; 林後8:4;

2) 懇求(3) 路8:38; 徒26:3; 羅1:10;

3) 你們當求(2) 太9:38; 路10:2;

4) 祈求(2) 路21:36; 徒8:22;

5) 已經⋯祈求(1) 路22:32;

6) 我⋯求過(1) 路9:40;

7) 願⋯祈求(1) 徒8:24;

8) 我們⋯祈求(1) 帖前3:10;

9) 禱告(1) 徒10:2;

10) 禱告完了(1) 徒4:31;

11) 請問(1) 徒8:34;

12) 我祈望(1) 林後10:2;

13) 我勸(1) 加4:12