σκήνωμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
m (Text replacement - "''' ατος τό<b class="num">1)" to "''' ατος τό<br /><b class="num">1)")
(c2)
Line 39: Line 39:
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σκήνωμα]], ατος, τό, = [[σκήνημα]], Eur.; soldiers']<br /><b class="num">1.</b> [[quarters]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> metaph. the [[body]], NTest.
|mdlsjtxt=[[σκήνωμα]], ατος, τό, = [[σκήνημα]], Eur.; soldiers']<br /><b class="num">1.</b> [[quarters]], Xen.<br /><b class="num">2.</b> metaph. the [[body]], NTest.
}}
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':sk»nwma 士咳挪馬<p>'''詞類次數''':名詞(3)<p>'''原文字根''':帳棚<p>'''字義溯源''':帳幕,帳棚,居所,住處,寓所;源自([[σκηνόω]])=住帳棚),而 ([[σκηνόω]])出自([[σκῆνος]])=茅舍), ([[σκῆνος]])出自([[σκηνή]])=帳棚), ([[σκηνή]])出自([[σκεῦος]])*=器具,容器),或出自([[σκιά]])=蔭,影子*)<p/>'''出現次數''':總共(3);徒(1);彼後(2)<p/>'''譯字彙編''':<p>1) 帳棚(2) 彼後1:13; 彼後1:14;<p>2) 居所(1) 徒7:46
}}
}}

Revision as of 21:45, 2 October 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκήνωμα Medium diacritics: σκήνωμα Low diacritics: σκήνωμα Capitals: ΣΚΗΝΩΜΑ
Transliteration A: skḗnōma Transliteration B: skēnōma Transliteration C: skinoma Beta Code: skh/nwma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A = σκήνημα, mostly in pl., E.Hec.616, Ion 1133, Cyc.324, LXX 2 Ki.7.23, al., Agatharch.43, etc.; soldiers' quarters, X.An.7.4.16: sg., tent, LXX 1 Ki.4.10, al.    2 in sg. metaph.,= σκῆνος 11, 2 Ep.Pet.1.13; τὸ σ. τῆς ψυχῆς Sext.Sent. 320.    3 temple, LXX Ps.14(15).1, al.: name of a building at Sparta, Paus.3.17.6.    4 = papilio, Gloss. (perh. in both senses, pavilion and butterfly, cf. σκῆν).

German (Pape)

[Seite 896] τό, = σκῆνος, Zelt; Eur. Hec. 616 Cycl. 323 u. öfter; Xen. An. 2, 2, 17; auch Häuser, worin die Soldaten sich aufhielten, 7, 4, 16.

Greek (Liddell-Scott)

σκήνωμα: τό, = σκήνημα, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Εὐρ. Ἑκ. 616, Ἴων 1133, Κύκλ. 323, Ξεν., κλπ.· τῶν στρατιωτῶν καταλύματα, Ξεν. Ἀν. 7. 4, 16. 2) ἐν τῷ ἑνικ. μεταφορ., τὸ σῶμα, = σκῆνος ΙΙ, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 13· ― νεκρός, πτῶμα, Βυζ.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
habitation, maison ; particul. campement de soldats.
Étymologie: σκηνόω.

English (Strong)

from σκηνόω; an encampment, i.e. (figuratively) the Temple (as God's residence), the body (as a tenement for the soul): tabernacle.

English (Thayer)

σκηνώματος, τό (σκηνόω), a tent, tabernacle: of the temple as God's habitation, Pausanias, 3,17, 6; of the tabernacle of the covenant, σκῆνος): ἐν τῷ σκηνώματι εἶναι, of life on earth, ἀπόθεσις (the author blending the conceptions of a tent and of a covering or garment, as Paul does in Euripides, Xenophon, Plutarch, others; the Sept. for אֹהֶל and מִשְׁכָן.)

Greek Monolingual

το, ΝΑ [σκηνῶ (III)]
σκηνή, αντίσκηνο
νεοελλ.-μσν.
(σχετικά με πρόσ. και ιδίως με αγίους) το σκήνος, η σορός («το σεπτό σκήνωμα του αγίου Διονυσίου»)
μσν.-αρχ.
το σώμα του ανθρώπου ως κατοικία της ψυχής
αρχ.1. στρατιωτικός καταυλισμός («εὐθὺς ἐκπηδῶσιν ἐσπασμένοι τὰ ξίφη καὶ οἱ ἐκ τῶν ἄλλων σκηνωμάτων», Ξεν.)
2. ναός, ιερό
3. ονομασία κτηρίου στη Σπάρτη
4. φωλιά
5. πεταλούδα.

Greek Monotonic

σκήνωμα: -ατος, τό, = σκήνημα, σε Ευρ.
1. καταλύματα των στρατιωτών, σε Ξεν.
2. μεταφ., σώμα, πτώμα, κουφάρι, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

σκήνωμα: ατος τό
1) палатка, шатер, преимущ. pl. лагерь, квартиры: οἱ ἐκ τῶν ἄλλων σκηνωμάτων Xen. войска, расквартированные в другом месте;
2) обитель, обиталище NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκήνωμα -ατος, τό [σκηνόω] tent, meestal plur.; spec. milit. tentenkamp; overdr. van het menselijk lichaam (als behuizing van de ziel). NT 2 Pet. 1.13.

Middle Liddell

σκήνωμα, ατος, τό, = σκήνημα, Eur.; soldiers']
1. quarters, Xen.
2. metaph. the body, NTest.

Chinese

原文音譯:sk»nwma 士咳挪馬

詞類次數:名詞(3)

原文字根:帳棚

字義溯源:帳幕,帳棚,居所,住處,寓所;源自(σκηνόω)=住帳棚),而 (σκηνόω)出自(σκῆνος)=茅舍), (σκῆνος)出自(σκηνή)=帳棚), (σκηνή)出自(σκεῦος)*=器具,容器),或出自(σκιά)=蔭,影子*)

出現次數:總共(3);徒(1);彼後(2)

譯字彙編

1) 帳棚(2) 彼後1:13; 彼後1:14;

2) 居所(1) 徒7:46