проникать: Difference between revisions
From LSJ
Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei
(6) |
(DvTab) |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ruel | {{ruel | ||
|rueltext=[[ἐνοικειόω]], [[συνδιηθέομαι]], [[εἰσέρχομαι]], [[ἐσέρχομαι]], [[εἰσαμείβω]], [[ἐνέχω]], [[εἰσικνέομαι]], [[ἐσικνέομαι]], [[ἐπέξειμι]], [[ἐνειλέω]], [[ἐνδύνω]], [[ἀντεπεισφέρομαι]], [[ἐνδύω]], [[ἐγχρώζω]], [[ἐγχρώννυμι]], [[περάω]], [[δύνω]], [[ἑρπύζω]], [[εἰσοικίζω]], [[ἐσοικίζω]], [[εἰσκρίνομαι]], [[εἰσέρρω]], [[εἰσδύνω]], [[ἐσδύνω]], [[διαδύομαι]], [[ἐπεισδύω]], [[παρεισδύομαι]], [[εἰσέχω]], [[ἐσέχω]], [[παραρρέω]], [[διαπεράω]], [[διήκω]], [[διεκπεράω]], [[διέχω]], [[ἐκρήγνυμι]], [[προδιέρχομαι]], [[προσεμβάλλω]], [[ὑπορρέω]] | |rueltext=[[ὑπερβαίνω]], [[ὑπέρχομαι]], [[ὑποτρέχω]], [[ἐπιπίπτω]], [[ὑπερβάλλω]], [[διατρέχω]], [[περαίνω]], [[ἐνοικειόω]], [[συνδιηθέομαι]], [[εἰσέρχομαι]], [[ἐσέρχομαι]], [[εἰσαμείβω]], [[ἐνέχω]], [[εἰσικνέομαι]], [[ἐσικνέομαι]], [[ἐπέξειμι]], [[ἐνειλέω]], [[ἐνδύνω]], [[ἀντεπεισφέρομαι]], [[ἐνδύω]], [[ἐγχρώζω]], [[ἐγχρώννυμι]], [[περάω]], [[δύνω]], [[ἑρπύζω]], [[εἰσοικίζω]], [[ἐσοικίζω]], [[εἰσκρίνομαι]], [[εἰσέρρω]], [[εἰσδύνω]], [[ἐσδύνω]], [[διαδύομαι]], [[ἐπεισδύω]], [[παρεισδύομαι]], [[εἰσέχω]], [[ἐσέχω]], [[παραρρέω]], [[διαπεράω]], [[διήκω]], [[διεκπεράω]], [[διέχω]], [[ἐκρήγνυμι]], [[προδιέρχομαι]], [[προσεμβάλλω]], [[ὑπορρέω]], [[προσβάλλω]], [[στάζω]], [[καθάπτω]], [[διαδίδωμι]], [[καταδύω]], [[ἀκοντίζω]] | ||
}} | }} |
Revision as of 09:20, 15 October 2019
Russian > Greek
ὑπερβαίνω, ὑπέρχομαι, ὑποτρέχω, ἐπιπίπτω, ὑπερβάλλω, διατρέχω, περαίνω, ἐνοικειόω, συνδιηθέομαι, εἰσέρχομαι, ἐσέρχομαι, εἰσαμείβω, ἐνέχω, εἰσικνέομαι, ἐσικνέομαι, ἐπέξειμι, ἐνειλέω, ἐνδύνω, ἀντεπεισφέρομαι, ἐνδύω, ἐγχρώζω, ἐγχρώννυμι, περάω, δύνω, ἑρπύζω, εἰσοικίζω, ἐσοικίζω, εἰσκρίνομαι, εἰσέρρω, εἰσδύνω, ἐσδύνω, διαδύομαι, ἐπεισδύω, παρεισδύομαι, εἰσέχω, ἐσέχω, παραρρέω, διαπεράω, διήκω, διεκπεράω, διέχω, ἐκρήγνυμι, προδιέρχομαι, προσεμβάλλω, ὑπορρέω, προσβάλλω, στάζω, καθάπτω, διαδίδωμι, καταδύω, ἀκοντίζω