θελκτήριος: Difference between revisions

From LSJ

μὴ φῦναι τὸν ἅπαντα νικᾷ λόγον → not to be born is, past all prizing, best | not to be born excels the whole account | not to be born exceeds every possible estimate | not to be born is, beyond all estimation, best | never to have lived is best | not to be born is best of all

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thelktirios
|Transliteration C=thelktirios
|Beta Code=qelkth/rios
|Beta Code=qelkth/rios
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[enchanting]], [[soothing]], <b class="b3">μῦθοι, λόγοι</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>81</span>, <span class="bibl">E. <span class="title">Hipp.</span>478</span>; <b class="b3">ὄμματος θ. τόξευμα</b> the eye's [[magic]] shaft, <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>1004</span>: c. gen., φίλτρα θ. ἔρωτος <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>509</span>; <b class="b3">μύθου μῦθος θ</b>. speech <b class="b2">that heals</b> speech, <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>447</span>: in late Prose, <b class="b3">θ. ἀγωνίσματα</b>, of poems, Agath. <span class="title">Praef.</span></span>
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[enchanting]], [[soothing]], <b class="b3">μῦθοι, λόγοι</b>, <span class="bibl">A.<span class="title">Eu.</span>81</span>, <span class="bibl">E. <span class="title">Hipp.</span>478</span>; <b class="b3">ὄμματος θ. τόξευμα</b> the eye's [[magic]] shaft, <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>1004</span>: c. gen., φίλτρα θ. ἔρωτος <span class="bibl">E.<span class="title">Hipp.</span>509</span>; <b class="b3">μύθου μῦθος θ</b>. speech [[that heals]] speech, <span class="bibl">A.<span class="title">Supp.</span>447</span>: in late Prose, <b class="b3">θ. ἀγωνίσματα</b>, of poems, Agath. <span class="title">Praef.</span></span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:20, 30 June 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελκτήριος Medium diacritics: θελκτήριος Low diacritics: θελκτήριος Capitals: ΘΕΛΚΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: thelktḗrios Transliteration B: thelktērios Transliteration C: thelktirios Beta Code: qelkth/rios

English (LSJ)

ον,

   A enchanting, soothing, μῦθοι, λόγοι, A.Eu.81, E. Hipp.478; ὄμματος θ. τόξευμα the eye's magic shaft, A.Supp.1004: c. gen., φίλτρα θ. ἔρωτος E.Hipp.509; μύθου μῦθος θ. speech that heals speech, A.Supp.447: in late Prose, θ. ἀγωνίσματα, of poems, Agath. Praef.

German (Pape)

[Seite 1193] ον, bezaubernd, beschwichtigend, anlockend; θελκτηρίους μύθους ἔχοντες Aesch. Eum. 81; Suppl. 442; ὄμματος θελκτήριον τόξευμα Suppl. 982, der Zauberpfeil des Blickes; μ ῦθοι auch Eur. Hipp. 478; ἐπῳδή Plut. amator. 16 M.

Greek (Liddell-Scott)

θελκτήριος: -ον, θέλγων, μαγεύων, καταπραΰνων, μῦθοι Αἰσχύλ. Εὐμ. 81, Εὐρ. Ἱππ. 478· ὄμματος θελκτήριον τόξευμα, τοῦ ὀφθαλμοῦ τὸ μαγικὸν βέλος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1004· μετὰ γεν., φίλτρα θ. ἔρωτος Εὐρ. Ἱππ. 509· μύθου μῦθος θ., λόγος θεραπεύων λόγον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 447.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui charme, adoucit, apaise.
Étymologie: θέλγω.

Greek Monolingual

θελκτήριος, -ον (Α) θελκτήρ
1. αυτός που θέλγει, αυτός που καταπραΰνει
2. ελκυστικός, μαγευτικός, απατηλός
(«ὄμματος θελκτήριον τόξευμα» — το μαγικό βέλος του οφθαλμού, Αισχύλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τo θελκτήριον
α) (για τη ζώνη της Αφροδίτης) θέλγητρο, μαγεία
β) (για άσματα) μέσο αναψυχής, διασκεδάσεως
γ) μέσο εξιλασμού («ἤ ἐάαν μέγ' ἄγαλμα θεῶν θελκτήριον εἶναι», Ομ. Οδ.)
δ) μέσο για ανακούφιση τών πόνων, τών κόπων («πόνων θελκτήριον», Αισχύλ.).

Russian (Dvoretsky)

θελκτήριος:
1) околдовывающий, волшебный (φίλτρα ἔρωτος Eur.);
2) чарующий, полный обаяния (ὄμματος τόξευμα Aesch.);
3) завлекающий, обольстительный (μῦθος Aesch.; ἐπῳδή Plut.);
4) успокаивающий, умиротворяющий (μύθου μῦθος θ. Aesch.).

Middle Liddell

θελκτήριος, ον θέλγω
charming, enchanting, soothing, Aesch., Eur.