προκύπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἀνήρ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ προσκολληθήσεται → a man cleaves each to his fellow, each to one's fellow

Source
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=prokypto
|Transliteration C=prokypto
|Beta Code=proku/ptw
|Beta Code=proku/ptw
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">point forwards and downwards</b>, <b class="b3">ἄκρος ὁ ποὺς ἧσσόν τι -κύπτειν ἐθέλει ἐς τοὔμπροσθεν</b> (in dislocations) <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>59</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">stick one's head out, peep out</b>, ἐκ τοῦ δίφρου <span class="bibl">D.C.64.6</span>; διά τινων ὀπῶν <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span> 7.350</span>, cf. <span class="bibl">364</span>: c. gen., τῆς καλύβης <span class="bibl">Alciphr.3.30</span>; θυρίδων <span class="bibl">Babr.116.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[peep out]], [[emerge]], ἔξω τείχους <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>496</span>; of things, τιτθίον <span class="bibl">Id.<span class="title">Ra.</span>415</span>; γλῶττα <span class="bibl">Luc.<span class="title">Alex.</span>12</span>; κυνίδιον ἐκ τοῦ ἱματίου π. Id.<span class="title">Merc. Cond.</span>34; ἐξ ὠδίνων προὔκυψε τὸ βρέφος <span class="bibl">Porph.<span class="title">Gaur.</span>16.5</span>, cf. <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span> 5.65</span>: metaph., τὸ νοητικὸν π. Lysis ap. <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>17.77</span>; ὅσα π. ἀπὸ τῆς συνῃρημένης φύσεως <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>85</span>; <b class="b3">ἐπ' ἄκρων τῶν χειλῶν π. τις λόγος</b> (prob. for <b class="b3">ὑπερ-</b>) <span class="bibl">Aristaenet.2.10</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> Medic., <b class="b2">suffer from prolapsus</b>, of the iris, Gal.12.716; of the omentum, Id.18(1).97. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">5</span> [[flow out]], of water, <span class="bibl">Porph. <span class="title">in Cat.</span>104.21</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[stoop before]], of a hunchback, οὐ προεστάναι τῆς πόλεως, ἀλλὰ προκεκυφέναι Plu.2.633d.</span>
|Definition=<span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[point forwards and downwards]], <b class="b3">ἄκρος ὁ ποὺς ἧσσόν τι -κύπτειν ἐθέλει ἐς τοὔμπροσθεν</b> (in dislocations) <span class="bibl">Hp.<span class="title">Art.</span>59</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">stick one's head out, peep out</b>, ἐκ τοῦ δίφρου <span class="bibl">D.C.64.6</span>; διά τινων ὀπῶν <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span> 7.350</span>, cf. <span class="bibl">364</span>: c. gen., τῆς καλύβης <span class="bibl">Alciphr.3.30</span>; θυρίδων <span class="bibl">Babr.116.3</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">3</span> [[peep out]], [[emerge]], ἔξω τείχους <span class="bibl">Ar.<span class="title">Av.</span>496</span>; of things, τιτθίον <span class="bibl">Id.<span class="title">Ra.</span>415</span>; γλῶττα <span class="bibl">Luc.<span class="title">Alex.</span>12</span>; κυνίδιον ἐκ τοῦ ἱματίου π. Id.<span class="title">Merc. Cond.</span>34; ἐξ ὠδίνων προὔκυψε τὸ βρέφος <span class="bibl">Porph.<span class="title">Gaur.</span>16.5</span>, cf. <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span> 5.65</span>: metaph., τὸ νοητικὸν π. Lysis ap. <span class="bibl">Iamb.<span class="title">VP</span>17.77</span>; ὅσα π. ἀπὸ τῆς συνῃρημένης φύσεως <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>85</span>; <b class="b3">ἐπ' ἄκρων τῶν χειλῶν π. τις λόγος</b> (prob. for <b class="b3">ὑπερ-</b>) <span class="bibl">Aristaenet.2.10</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">4</span> Medic., <b class="b2">suffer from prolapsus</b>, of the iris, Gal.12.716; of the omentum, Id.18(1).97. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">5</span> [[flow out]], of water, <span class="bibl">Porph. <span class="title">in Cat.</span>104.21</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[stoop before]], of a hunchback, οὐ προεστάναι τῆς πόλεως, ἀλλὰ προκεκυφέναι Plu.2.633d.</span>
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 11:50, 1 July 2020

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προκύπτω Medium diacritics: προκύπτω Low diacritics: προκύπτω Capitals: ΠΡΟΚΥΠΤΩ
Transliteration A: prokýptō Transliteration B: prokyptō Transliteration C: prokypto Beta Code: proku/ptw

English (LSJ)

   A point forwards and downwards, ἄκρος ὁ ποὺς ἧσσόν τι -κύπτειν ἐθέλει ἐς τοὔμπροσθεν (in dislocations) Hp.Art.59.    2 stick one's head out, peep out, ἐκ τοῦ δίφρου D.C.64.6; διά τινων ὀπῶν S.E.M. 7.350, cf. 364: c. gen., τῆς καλύβης Alciphr.3.30; θυρίδων Babr.116.3.    3 peep out, emerge, ἔξω τείχους Ar.Av.496; of things, τιτθίον Id.Ra.415; γλῶττα Luc.Alex.12; κυνίδιον ἐκ τοῦ ἱματίου π. Id.Merc. Cond.34; ἐξ ὠδίνων προὔκυψε τὸ βρέφος Porph.Gaur.16.5, cf. S.E.M. 5.65: metaph., τὸ νοητικὸν π. Lysis ap. Iamb.VP17.77; ὅσα π. ἀπὸ τῆς συνῃρημένης φύσεως Dam.Pr.85; ἐπ' ἄκρων τῶν χειλῶν π. τις λόγος (prob. for ὑπερ-) Aristaenet.2.10.    4 Medic., suffer from prolapsus, of the iris, Gal.12.716; of the omentum, Id.18(1).97.    5 flow out, of water, Porph. in Cat.104.21.    II stoop before, of a hunchback, οὐ προεστάναι τῆς πόλεως, ἀλλὰ προκεκυφέναι Plu.2.633d.

German (Pape)

[Seite 732] sich vorwärts od. vornüber bücken, beugen, neigen; ἄρτι προκύπτω ἔξω τείχους, Ar. Av. 496, hervorragen, -gucken; προκύψας εἰς τὸ ἐμφανέστερον, Luc. Conviv. 37; γλῶσσα προκύπτει, Alex. 12; komisch bei Plut. Symp. 2, 1 προκύπτειν τῆς πόλεως von einem Bucklichen, statt προεστάναι.

Greek (Liddell-Scott)

προκύπτω: [ῡ] μέλλ. -ψω, κύπτω πρὸς τὰ ἔξω οὕτως ὥστε νὰ βλέπω, ἔξω τείχους Ἀριστοφ. Ὄρν. 496· ἐκ τοῦ δίφρου Δίων Κ. 64. 6· διά τινων ὀπῶν Σέξτ. Ἐμπ. 7. 350, πρβλ. 364· καὶ μετὰ γεν., τῆς καλύβης Ἀλκίφρων 3. 30· θυρίδων Βάβρ. 116. 3· ― ἐπὶ πραγμάτων, οἷον ἐπὶ μερῶν τοῦ σώματος, προκύπτει ἄκρος ποὺς Ἱππ. π. Ἄρθρ. 825· τιτθίον Ἀριστοφ. Βάτρ. 412· γλῶττα Λουκ. Ἀλέξ. 12· κυνίδιον ἐκ τοῦ ἱματίου πρ. ὁ αὐτ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 34· ― μεταφορ., τὸ νοητικὸν πρ. Λῦσις παρ’ Ἰαμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 77· ἀπ’ ἄκρων τῶν χειλῶν προκύπτει τις λόγος Ἀρισταίν. 2. 10· πρβλ. παρακύπτω. ΙΙ. κύπτω ἐνώπιόν τινος, οὐ προεστάναι τῆς πόλεως, ἀλλὰ προκεκυφέναι Πλούτ. 2. 633D.

French (Bailly abrégé)

1 baisser la tête en avant (pour regarder) ; en gén. se pencher en avant de, gén.;
2 être suspendu sur ; être prêt à sortir.
Étymologie: πρό, κύπτω.

Greek Monolingual

ΝΜΑ
σκύβω προς τα έξω, προβάλλω το κεφάλι μου για να δω (α. «προέκυπτον διά του παραθύρου», Παπαδ.
β. «προκύπτειν διά τινων ὀπῶν», Δίων)
νεοελλ.
1. προέρχομαι, απορρέω, ανακύπτω («από αυτή τη δουλειά μάς προέκυψε ζημιά»)
2. (ως τριτοπρόσ.) προκύπτει
συνάγεται ως συμπέρασμα, ως αποτέλεσμα, απορρέει («από αυτόν τον συλλογισμό προκύπτει ότι...»)
μσν.
βγαίνω στο παράθυρο («κυράδες... προκύψατε, βηλαρικὰς ἐπάρετε κεντήκλας», Πρόδρ.)
αρχ.
1. σκύβω, γέρνω προς τα εμπρός και προς τα κάτω
2. ξεπροβάλλω, ξεμυτίζω, προεξέχω (α. «ἐξ ὠδίνων προύκυψε τὸ βρέφος», Προφ.
β. «κἄρτι προκύπτω ἔξω τοῦ τείχους», Αριστοφ.)
3. εξέρχομαι, εξάγομαι («ὅσα προκύπτει ἀπὸ τῆς συνῃρημένης φύσεως», Δαμάσκ.)
4. ιατρ. πάσχω από πρόπτωση οργάνου
5. σκύβω μπροστά σε κάποιον, υποκύπτω σε κάποιον («οὐ προεστάναι τῆς πόλεως, ἀλλὰ προκεκυφέναι», Πλούτ.)
6. (για νερό) ξεπηδώ, αναβλύζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + κύπτω «σκύβω»].

Greek Monotonic

προκύπτω: μέλ. -ψω, σκύβω και λυγίζω προς τα εμπρός, κρυφοκοιτάζω, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-κύπτω uitsteken:. ἄκρος... ὁ ποὺς ἧσσόν τι προκύπτειν ἐθέλει het voorste deel van de voet heeft de neiging wat minder uit te steken Hp. Art. 59. tevoorschijn komen:. προκύπτω ἔξω τείχους ik steek mijn hoofd buiten de muur Aristoph. Av. 496; κατεῖδον... τιτθίον προκύψαν ik zag een tietje tevoorschijn komen Aristoph. Ran. 412.

Russian (Dvoretsky)

προκύπτω: наклонившись выглядывать, высовываться (διὰ ὀπῶν Sext.): ἄρτι προκύπτω ἔξω τείχους Arph. едва успел я выйти за (городские) стены; χιτωνίου παραρραγέντος π. Arph. высовываться (т. е. виднеться) из разорванного платья; οὐ προεστάναι τῆς πόλεως, ἀλλὰ προκεκυφέναι Plut. (об одном горбатом государственном деятеле в шутку говорили, что он) не наблюдает за городом, а нагибается (над ним).

Middle Liddell

fut. ψω
to stoop and bend forward, to peep out, Ar.