ἐπικαμπή: Difference between revisions
τὸ δὲ ποιεῖν ἄνευ νοῦ ἃ δοκεῖ καὶ σὺ ὁμολογεῖς κακὸν εἶναι: ἢ οὔ → but doing what one thinks fit without intelligence is—as you yourself admit, do you not?—an evil
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epikampi | |Transliteration C=epikampi | ||
|Beta Code=e)pikamph/ | |Beta Code=e)pikamph/ | ||
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[bend]], [[return]] or [[angle]] of a building, <span class="bibl">Hdt.1.180</span> (pl.), <span class="title">IG</span>22.1666<span class="hiitalic">B</span>54. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span>. <b class="b3">ἐ. ποιεῖσθαι</b> draw up their army | |Definition=ἡ, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[bend]], [[return]] or [[angle]] of a building, <span class="bibl">Hdt.1.180</span> (pl.), <span class="title">IG</span>22.1666<span class="hiitalic">B</span>54. </span><span class="sense"> <span class="bld">2</span>. <b class="b3">ἐ. ποιεῖσθαι</b> draw up their army [[angular-wise]], i.e. with the wings thrown forward at an angle with the centre, so as to take the enemy in flank, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>7.1.6</span>; ἐς ἐ. τάττειν <span class="bibl">Arr.<span class="title">An.</span>2.9.2</span>, cf. <span class="bibl">3.12.2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 16:05, 1 July 2020
English (LSJ)
ἡ,
A bend, return or angle of a building, Hdt.1.180 (pl.), IG22.1666B54. 2. ἐ. ποιεῖσθαι draw up their army angular-wise, i.e. with the wings thrown forward at an angle with the centre, so as to take the enemy in flank, X.Cyr.7.1.6; ἐς ἐ. τάττειν Arr.An.2.9.2, cf. 3.12.2.
German (Pape)
[Seite 945] ἡ, die Umbiegung, Her. 1, 180; gebogene Aufstellung der Heerflügel in der Schlacht, Xen. Cyr. 7, 1, 6; Arr. An. 2, 8, 9. 3, 12, 2.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
1 retour ou angle d’une construction;
2 courbe d’une armée déployée en fer à cheval.
Étymologie: ἐπικάμπτω.
Greek Monolingual
η (Α ἐπικαμπή) επικάμπτω
1. κάμψη, κύρτωμα, λύγισμα
2. η γωνία που σχηματίζεται με την κάμψη
3. στρ. η λοξή ή κάθετη προς το μέτωπο διάταξη προς τα πίσω ενός στρατεύματος ή μιας οχυρώσεως, που αποβλέπει στην προάσπιση από εχθρική πλευρική προσβολή
4. ναυτ. η καμπύλη γραμμή στην οποία τελειώνει το κάτω μέρος του φάλκη
αρχ.
1. το μέρος του τείχους ή άλλου οικοδομήματος, που κάμπτεται από ένα σημείο και εκτείνεται προς τα μέσα
2. είδος στρατιωτικού ελιγμού τών αρχαίων, κατά τον οποίο τα κέρατα της παρατάξεως προεκτεινόμενα και από τις δύο πλευρές σχημάτιζαν γωνία με το κέντρο της φάλαγγας, ώστε να προσβάλλεται ο εχθρός και από τις δύο πλευρές.
Greek Monotonic
ἐπικαμπή: ἡ (ἐπικάμπτω), κλίση, καμπή, στροφή ή γωνία κτιρίου, σε Ηρόδ.· ἐπ. ποιεῖσθαι, παρατάσσουν το στράτευμά τους γωνιωδώς, δηλ. με τις πτέρυγες (με τα άκρα) να σχηματίζουν γωνίες με το κέντρο, έτσι ώστε να μπορούν να προσβάλλουν τον εχθρό κι από τις δύο πλευρές, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικαμπή: ἡ
1) изгиб, излом (τοῦ τείχους Her.);
2) воен. дугообразный строй: ἐπικαμπὴν ποιεῖσθαι Xen. построить войско полукругом (для охватывающего маневра).
Middle Liddell
ἐπικαμπή, ἡ, ἐπικάμπτω
the bend, return or angle of a building, Hdt.; ἐπ. ποιεῖσθαι to draw up their army angular-wise, i. e. with the wings advanced at angles with the centre, so as to take the enemy in flank, Xen.