πρεσβυτικός: Difference between revisions
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=presvytikos | |Transliteration C=presvytikos | ||
|Beta Code=presbu+tiko/s | |Beta Code=presbu+tiko/s | ||
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[like an old man]], [[elderly]], ὄχλος <span class="bibl">Ar. <span class="title">Pl.</span>787</span>; <b class="b3">κακὰ π</b>. the evils [[of age]], ib.<span class="bibl">270</span>, cf. <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>2.34</span> (vulg. | |Definition=ή, όν, <span class="sense"><p> <span class="bld">A</span> [[like an old man]], [[elderly]], ὄχλος <span class="bibl">Ar. <span class="title">Pl.</span>787</span>; <b class="b3">κακὰ π</b>. the evils [[of age]], ib.<span class="bibl">270</span>, cf. <span class="bibl">Ael.<span class="title">VH</span>2.34</span> (vulg. [[πρεσβυτιδίου]]) ; ἕλκη Dsc.<span class="title">Eup.</span>1.172; ἄδουσαι μέλος π. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ec.</span>278</span>; παιδιά <span class="bibl">Pl.<span class="title">Lg.</span>685a</span>; οἱ στρυφνοὶ καὶ π. <span class="bibl">Arist.<span class="title">EN</span>1158a2</span>; ἀρχαῖον λίαν καὶ π. <span class="bibl">Plu.<span class="title">Fab.</span>25</span>: Comp., εἴ τι περιεργότερον καὶ πρεσβυτικώτερον εἰρήκαμεν <span class="bibl">Isoc.<span class="title">Ep.</span>4.13</span>. Adv. -κῶς <span class="bibl">Plu.<span class="title">Thes.</span>14</span>. </span><span class="sense"> <span class="bld">II</span> <b class="b3">πρεσβυτικόν, τό,</b> <b class="b2">hall of the elders, senate-house</b>, Milet.7.60 (Didyma), <span class="title">Sardis</span>7(1).8.72.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 12:20, 8 July 2020
English (LSJ)
ή, όν,
A like an old man, elderly, ὄχλος Ar. Pl.787; κακὰ π. the evils of age, ib.270, cf. Ael.VH2.34 (vulg. πρεσβυτιδίου) ; ἕλκη Dsc.Eup.1.172; ἄδουσαι μέλος π. Ar.Ec.278; παιδιά Pl.Lg.685a; οἱ στρυφνοὶ καὶ π. Arist.EN1158a2; ἀρχαῖον λίαν καὶ π. Plu.Fab.25: Comp., εἴ τι περιεργότερον καὶ πρεσβυτικώτερον εἰρήκαμεν Isoc.Ep.4.13. Adv. -κῶς Plu.Thes.14. II πρεσβυτικόν, τό, hall of the elders, senate-house, Milet.7.60 (Didyma), Sardis7(1).8.72.
German (Pape)
[Seite 699] greisenhaft, alt; Ar. Plut. 270. 787; Plat. Legg. III, 685 a; oft bei Luc. u. Plut.; auch adv. πρεσβυτικῶς, Plut. Thes. 14.
Greek (Liddell-Scott)
πρεσβῡτικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς πρεσβύτην, ἀνήκων εἰς πρεσβύτην, γεροντικός, Λατ. senilis, ὄχλος Ἀριστοφ. Πλ. 787· κακὰ πρ., τὰ κακὰ τῆς πρεσβυτικῆς ἡλικίας, αὐτόθι 270, πρβλ. Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 34 (ἔνθα κοινῶς πρεσβυτιδίου) πρ. παιδιὰ Πλάτ. Νόμ. 685Α, κτλ.· οἱ στρυφνοὶ καὶ πρ. Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 8. 6, 1. 2) ἀπηρχαιωμένος, ἀρχαϊκός, ᾄδειν πρ. τι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 278· περιεργότερον καὶ πρ. Ἰσοκρ. 416Α· ἀρχαῖον λίαν καὶ πρ. Πλουτ. Φάβ. 25. Ἐπίρρ. -κῶς, Πλουτ. Θησ. 14.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
I. qui concerne les vieillards, d’où
1 de vieillard;
2 composé de vieillards en parl. d’une foule;
II. vieux, ancien.
Étymologie: πρεσβύτης.
Greek Monolingual
-ή, -ό / πρεσβυτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ πρεσβύτης
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πρεσβύτη, γεροντικός (α. «πρεσβυτική άνοια» β. «πρεσβυτικῶν κακῶν» — τα κακά της πρεσβυτικής ηλικίας, Αριστοφ.)
αρχ.
1. απαρχαιωμένος, παλιός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πρεσβυτικόν
οίκημα, ίδρυμα στο οποίο συνέρχονταν οι γερουσιαστές.
επίρρ...
πρεσβυτικώς / πρεσβυτικῶς ΝΜΑ
κατά τρόπο πρεσβυτικό.
Greek Monotonic
πρεσβῡτικός: -ή, -όν,·
1. αυτός που μοιάζει με μεγάλο άνθρωπο, ηλικιωμένος, Λατ. senilis, ὄχλος, σε Αριστοφ.· κακὰ πρεσβυτικά, τα κακά της προχωρημένης ηλικίας, στον ίδ.
2. απαρχαιωμένος, αρχαΐζων, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
πρεσβῡτικός:
1) свойственный старости, старческий, стариковский (κακόν Plat.);
2) старый, старинный, древний (ἀρχαῖος καὶ π. Plut.);
3) состоящий из стариков (ὄχλος Arph.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρεσβυτικός -ή -όν [πρέσβυς] van een oude man:; μέλος πρεσβυτικόν τι een soort oudemannenlied Aristoph. Eccl. 278; ὄχλος... πρεσβυτικός een bende oude mannen Aristoph. Pl. 787; oud:; ἐν δὲ τοῖς στρυφνοῖς καὶ πρεσβυτικοῖς onder knorrige oude mannen Aristot. EN 1158a2; συμπλέκεσθαι πρὸς Ἀννίβαν ἀρχαῖον ἡγεῖτο λίαν καὶ πρεσβυτικόν de strijd aanbinden met Hannibal vond hij te achterhaald en goed voor bejaarden Plut. Fab. 25.1; adv.. πρεσβυτικῶς op respectvolle wijze Plut. Thes. 14.2.
Middle Liddell
πρεσβῡτικός, ή, όν [from πρεσβῦτις
1. like an old man, elderly, Lat. senilis, ὄχλος Ar.; κακὰ πρ. the evils of age, Ar.
2. old-fashioned, antiquated, Ar.:—adv. -κῶς, Plut.