αγνός: Difference between revisions
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
(1) |
m (Text replacement - "ΕΤΥΜΟΛ." to "ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ἁγνός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο ηθικά [[καθαρός]], [[αμόλυντος]], [[άσπιλος]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[παρθένος]], [[παρθενικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αγαθός]], [[απονήρευτος]]<br /><b>2.</b> [[χρηστός]], [[ενάρετος]]<br /><b>3.</b> (με υλική [[έννοια]]) [[γνήσιος]], [[ανόθευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τόπους και πράγματα αφιερωμένα σε θεούς) [[ιερός]], [[αγιασμένος]], [[άγιος]]<br /><b>2.</b> [[καθαρός]] από φονικό [[αίμα]], [[αθώος]]<br /><b>3.</b> [[έντιμος]], [[δίκαιος]], [[αμερόληπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;"> | |mltxt=-ή, -ό (Α [[ἁγνός]], -ή, -όν)<br /><b>1.</b> ο ηθικά [[καθαρός]], [[αμόλυντος]], [[άσπιλος]]<br /><b>2.</b> (για πρόσωπα) [[παρθένος]], [[παρθενικός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[αγαθός]], [[απονήρευτος]]<br /><b>2.</b> [[χρηστός]], [[ενάρετος]]<br /><b>3.</b> (με υλική [[έννοια]]) [[γνήσιος]], [[ανόθευτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τόπους και πράγματα αφιερωμένα σε θεούς) [[ιερός]], [[αγιασμένος]], [[άγιος]]<br /><b>2.</b> [[καθαρός]] από φονικό [[αίμα]], [[αθώος]]<br /><b>3.</b> [[έντιμος]], [[δίκαιος]], [[αμερόληπτος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ</span></b> Συνδέεται με το [[ἅγιος]] και με το σανσκρ. <i>yajna</i> (= [[λατρεία]] τών θεών, [[θυσία]]). Η [[λέξη]] φαίνεται συνώνυμο της λ. [[ἅγιος]], [[αλλά]] [[είναι]] αρχαιότερη. Στον Όμηρο χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει θεότητες. Στην [[ποίηση]] [[μετά]] τον Όμηρο παίρνει την [[έννοια]] του «καθαρού», «αγνού», «σεμνού», ενώ στον Θουκυδίδη έχει τη [[σημασία]] του «μη μιασμένου» από [[αίμα]]<br />«αγνά θύματα», σε [[αντίθεση]] [[προς]] «τα [[ιερεία]]». Στους νεώτερους χρόνους η λ. δηλώνει τον «χρηστό», τον «ενάρετο». Αντίθετα η λ. [[ἅγιος]] [[είναι]] νεώτερη και η αρχική της [[σημασία]] [[είναι]] ο «[[φοβερός]]», ο «απαγορευμένος», έννοιες που [[ποτέ]] δεν έχει το [[ἁγνός]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁγνεύω]], [[ἁγνίζω]], [[ἁγνοσύνη]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγνότητα]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> <b>αρχ.</b> [[ἁγνοδικεῖς]], [[ἁγνοποιός]], <i>ἁγνοπολοῦμαι</i>, [[ἁγνόρυτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[ἁγνόστομος]], [[ἄναγνος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[αγνομέταξος]]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 22:30, 29 December 2020
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἁγνός, -ή, -όν)
1. ο ηθικά καθαρός, αμόλυντος, άσπιλος
2. (για πρόσωπα) παρθένος, παρθενικός
νεοελλ.
1. αγαθός, απονήρευτος
2. χρηστός, ενάρετος
3. (με υλική έννοια) γνήσιος, ανόθευτος
αρχ.
1. (για τόπους και πράγματα αφιερωμένα σε θεούς) ιερός, αγιασμένος, άγιος
2. καθαρός από φονικό αίμα, αθώος
3. έντιμος, δίκαιος, αμερόληπτος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Συνδέεται με το ἅγιος και με το σανσκρ. yajna (= λατρεία τών θεών, θυσία). Η λέξη φαίνεται συνώνυμο της λ. ἅγιος, αλλά είναι αρχαιότερη. Στον Όμηρο χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει θεότητες. Στην ποίηση μετά τον Όμηρο παίρνει την έννοια του «καθαρού», «αγνού», «σεμνού», ενώ στον Θουκυδίδη έχει τη σημασία του «μη μιασμένου» από αίμα
«αγνά θύματα», σε αντίθεση προς «τα ιερεία». Στους νεώτερους χρόνους η λ. δηλώνει τον «χρηστό», τον «ενάρετο». Αντίθετα η λ. ἅγιος είναι νεώτερη και η αρχική της σημασία είναι ο «φοβερός», ο «απαγορευμένος», έννοιες που ποτέ δεν έχει το ἁγνός.
ΠΑΡ. αρχ. ἁγνεύω, ἁγνίζω, ἁγνοσύνη
νεοελλ.
αγνότητα.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἁγνοδικεῖς, ἁγνοποιός, ἁγνοπολοῦμαι, ἁγνόρυτος
μσν.
ἁγνόστομος, ἄναγνος
νεοελλ.
αγνομέταξος].