μυρσίνη: Difference between revisions
κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=myrsini | |Transliteration C=myrsini | ||
|Beta Code=mursi/nh | |Beta Code=mursi/nh | ||
|Definition=[ῐ], Att. μυρρίνη <span class="title">IG</span>12.313.150, 22.949.18, 1235.14, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.14.4</span>, etc.: ἡ:—<span class="sense"> | |Definition=[ῐ], Att. μυρρίνη <span class="title">IG</span>12.313.150, 22.949.18, 1235.14, <span class="bibl">Thphr.<span class="title">HP</span>1.14.4</span>, etc.: ἡ:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[myrtle]], [[Myrtus communis]], <span class="bibl">Archil.29</span>, <span class="bibl">Lysipp.9</span>, <span class="bibl">Alex.98.25</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>627b18</span>; μυρσίνας στέφανος <span class="bibl">Pi.<span class="title">I.</span>8(7).74</span>, cf. <span class="title">IG</span> ll. cc.; μυρσίνης φόβη <span class="bibl">E.<span class="title">Alc.</span>172</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> <b class="b3">μ. ἀγρία</b> <b class="b2">Butcher's broom, Ruscus aculeatus</b>, Dsc.4.144. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[myrtle-branch]], <span class="bibl">Hdt.1.132</span>, <span class="bibl">8.99</span>, al., <span class="bibl">Apolloph.5.2</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[myrtle-wreath]], <span class="bibl">Pherecr.108.25</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">V.</span>861</span>, <span class="bibl"><span class="title">Nu.</span>1364</span>, etc.; cf. [[σκόλιον]]. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> in pl., <b class="b2">the myrtle-wreath-market</b>, ἐν ταῖς μ. <span class="bibl">Id.<span class="title">Th.</span>448</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> v. [[μύρσινος]] <span class="bibl">11.2</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 15:45, 30 December 2020
English (LSJ)
[ῐ], Att. μυρρίνη IG12.313.150, 22.949.18, 1235.14, Thphr.HP1.14.4, etc.: ἡ:—A myrtle, Myrtus communis, Archil.29, Lysipp.9, Alex.98.25, Arist.HA627b18; μυρσίνας στέφανος Pi.I.8(7).74, cf. IG ll. cc.; μυρσίνης φόβη E.Alc.172. 2 μ. ἀγρία Butcher's broom, Ruscus aculeatus, Dsc.4.144. II myrtle-branch, Hdt.1.132, 8.99, al., Apolloph.5.2. 2 myrtle-wreath, Pherecr.108.25, Ar.V.861, Nu.1364, etc.; cf. σκόλιον. 3 in pl., the myrtle-wreath-market, ἐν ταῖς μ. Id.Th.448. III v. μύρσινος 11.2.
German (Pape)
[Seite 221] ἡ, = μυῤῥίνη; μυρσίνας στέφανον, Pind. I. 7, 67; Eur. στέφει κρᾶτα μυρσίνης κλάδοις, Alc. 762; δρέπων τερείνης μυρσίνης κάρᾳ πλόκους, El. 778; Anacr. 30, 1, im plur.
Greek (Liddell-Scott)
μυρσίνη: [ῐ], μεταγεν. Ἀττ. μυρρίνη, ἡ, «μυρτιά», Ἀρχίλ. 25, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 58· μυρσίνης στέφανος Πινδ. Ι. 8 (7). 147, Εὐρ. Ἄλκ. 172. ΙΙ. κλάδος μυρσίνης, Ἡρόδ. 1. 132., 8. 99, κ. ἀλλ.· ἢ στέφανος ἐκ μυρσίνης, Φερεκρ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 25, Ἀριστ. Σφ. 861, Νεφ. 1364, κτλ.· πρβλ. σκόλιον. 2) μυιοσόβιον (μυαστῆρι) ἐκ κλάδου μυρσίνης, ἴδε Ἑρμηνευτὰς εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 59. 3) ἐν τῷ πληθ., ἡ ἀγορὰ τῶν ἐκ κλάδων μυρσίνης στεφάνων, ἐν ταῖς μ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 448· πρβλ. μύρον 2.
French (Bailly abrégé)
c. μυρρίνη.
Spanish
Greek Monolingual
η (ΑΜ μυρσίνη και αττ. τ. μυρρίνη Μ και μυρσίνα και μερσίνη και μερσίνα και σμυρσίνη)
βοτ. κοινή σήμερα ονομασία είδους φυτού, του Μύρτος η κοινἡ (Μyrtos comunis) κατά τη σύγχρονη ταξινόμηση, του γένους μύρτος, αλλ. μυρτιά και σμυρτιά («φυτεύειν δὲ συμφέρει... πόαν μηδικήν, συρίαν, ὠχρούς, μυρρίνην, μήκωνα», Αριστοτ.)
μσν.
ο καρπός της μυρτιάς
(μσν. -αρχ.) κλάδος μυρτιάς
αρχ.
1. στεφάνι φτειαγμένο από μυρσίνη
2. κοίλη σμίλη
3. μυγιαστήρι φτειαγμένο από κλαδιά μυρσίνης
4. στον πληθ. α) αἱ μυρσίναι
αγορά στην οποία πωλούνται στεφάνια από κλαδιά μυρσίνης
5. φρ. «μυρσίνη ἀγρία» — το φυτό οξυμυρσίνη η ακανθώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. του επιθ. μύρσινος. Ο τ. μερσίνη με ανομοιωτική τροπή του -υ- σε -ε-. Για τον αττ. τ. μυρρίνη βλ. λ. μύρσινος / μύρρινος.
Greek Monotonic
μυρσίνη: [ῐ], μεταγεν. Αττ. μυρρίνη, ἡ,
I. = μύρτος, σε Πίνδ., Ευρ.
II. κλαδί ή στεφάνι από μυρτιά, σε Ηρόδ., Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
μυρσίνη: ἡ Eur., Plut. = μυρρίνη.
Middle Liddell
μυρσί˘νη, λατερ αττιξ μυρρίνη, ἡ,
I. = μύρτος, Pind., Eur.
II. a branch or wreath of myrtle, Hdt., Ar.