ἀποδοκιμάζω: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apodokimazo | |Transliteration C=apodokimazo | ||
|Beta Code=a)podokima/zw | |Beta Code=a)podokima/zw | ||
|Definition=<span class="sense"> | |Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[reject on scrutiny]] or [[trial]], [[reject]] a candidate [[from want of qualification]], <span class="bibl">Hdt.6.130</span>, <span class="bibl">Lys.13.10</span>, <span class="bibl">Archipp.14</span>:—Pass., λαχὼν ἀπεδοκιμάσθη ἄρχειν <span class="bibl">Din.2.10</span>, cf. <span class="bibl">D.25.30</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> generally, [[reject as unworthy]] or [[unfit]], πασσόφους ἄνδρας <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>181b</span>; ἵππον <span class="bibl">X. <span class="title">Eq.Mag.</span>1.13</span>; νόμους <span class="bibl">Id.<span class="title">Mem.</span>4.4.14</span>; ἀργύριον <span class="bibl">Thphr.<span class="title">Char.</span>4.11</span>; τὴν [τοῦ αὐλοῦ] χρῆσιν ἐκ τῶν νέων <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pol.</span>1341a26</span>, cf. <span class="bibl">37</span> (Pass.); [ἡ ὄρνις] ἀ. τὰ αὑτῆς <span class="bibl">Id.<span class="title">HA</span>618a17</span>; τὴν τοιαύτην διατριβήν <span class="bibl">Timocl. 8.12</span>; τὸ ποιεῖν τι <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>8.1.47</span>: c. inf., <span class="bibl">Phlp.<span class="title">in Ph.</span>584.26</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[conclude]], [[judge]], <span class="bibl">Dam.<span class="title">Pr.</span>117</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 20:25, 31 December 2020
English (LSJ)
A reject on scrutiny or trial, reject a candidate from want of qualification, Hdt.6.130, Lys.13.10, Archipp.14:—Pass., λαχὼν ἀπεδοκιμάσθη ἄρχειν Din.2.10, cf. D.25.30. 2 generally, reject as unworthy or unfit, πασσόφους ἄνδρας Pl.Tht.181b; ἵππον X. Eq.Mag.1.13; νόμους Id.Mem.4.4.14; ἀργύριον Thphr.Char.4.11; τὴν [τοῦ αὐλοῦ] χρῆσιν ἐκ τῶν νέων Arist.Pol.1341a26, cf. 37 (Pass.); [ἡ ὄρνις] ἀ. τὰ αὑτῆς Id.HA618a17; τὴν τοιαύτην διατριβήν Timocl. 8.12; τὸ ποιεῖν τι X.Cyr.8.1.47: c. inf., Phlp.in Ph.584.26. II conclude, judge, Dam.Pr.117.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδοκῐμάζω: μέλλ. -άσω, ἀπορρίπτω μετὰ γενομένην δοκιμασίαν, δηλ. ἐξέτασιν, ἀπορρίπτω ὑποψήφιον δι’ ἔλλειψιν τῶν ἀπαιτουμένων προσόντων, Ἡρόδ. 6. 130, Λυσ. 130. 33, Ἄρχιππ. ἐν «Ἰχθύσιν» 3: - Παθ., λαχὼν ἀπεδοκιμάσθη ἄρχειν Δείναρχ. 106. 20, πρβλ. Δημ. 779. 4. 2) ἐν γένει, δὲν ἐγκρίνω, ἀπορρίπτω ὡς ἀνάξιον ἢ ἀκατάλληλον, πασσόφους ἄνδρας Πλάτ. Θεαίτ. 181Β· ἵππον Ξεν. Ἱππαρχ. 1. 13· νόμον ὁ αὐτ. Ἀπομν. 4. 4, 14· τὴν [τοῦ αὐλοῦ] χρῆσιν ἐκ τῶν νέων Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 10, πρβλ. 15, κ. ἀλλ.· [ἡ ὄρνις] ἀπ. τὰ αὑτῆς ὁ αὐτ. Ἱστ. Ζ. 9. 29, 2· ἀποδοκιμάζει τὴν τοιαύτην διατριβὴν Τιμοκλ. ἐν «Δρακοντίῳ» 1. 12· τὸ ποιεῖν τι Ξεν. Κύρ. 8. 1, 47· πρβλ. ἀποδοκιμάω.
French (Bailly abrégé)
f. ἀποδοκιμάσω, ao. ἀπεδοκίμασα, pf. ἀποδεδοκίμακα;
Pass. ao. ἀπεδοκιμάσθην, pf. ἀποδεδοκίμασμαι;
rejeter à l’essai, repousser après une épreuve ; p. anal. rejeter comme indigne, insuffisant ou peu convenable, acc..
Étymologie: ἀπό, δοκιμάζω.
Spanish (DGE)
I 1rechazar a alguien para un cargo o dignidad después de que ha pasado una prueba o ha sido elegido, c. ac. de pers. στρατηγὸν χειροτονηθέντα Lys.13.10, αἱρουμένους Archipp.14, ἡ πόλις ... ἀποδοκιμάζουσα οὐκ ἐᾷ ἄρχειν τοῦτον X.Mem.2.2.13, ἀλλ' ὃν ἔφηβον ὄντα ἄρχειν εἵλεσθε, τοῦτον ἄνδρα γεγονότα ἀποδοκιμάσετε; D.C.36.28.2
•en v. pas. ἐὰν δὲ τις ἀποδοκιμασθῇ καθ' ἡντιναοῦν ἀρχῆς λῆξιν καὶ κρίσιν Pl.Lg.765d, cf. 767d, λαχὼν ἀπεδοκιμάσθη ὑπὸ τῶν ... τότε δικαζόντων Din.2.10, τοῖς ἀποδεδοκιμασμένοις ἄρχειν λαχοῦσιν a los que, tras haber obtenido un cargo por sorteo, no obtuvieron la aprobación D.25.30
•c. ac. int. ἀποδοκιμάσας πάντα rechazando todas las pruebas Hp.VM 2
•c. ac. de abstr. ὅτι τὴν ἀρχὴν ἣν ἔλαχεν <ἄρχειν> ἀπεδοκιμάσατε; D.25.67.
2 en gener. rechazar, desechar c. ac. de pers. τοὺς λοιπούς Hdt.6.130, πασσόφους ἄνδρας Pl.Tht.181b, τοὺς ἐραστάς D.61.4, τοὺς ψευδομένους Isoc.1.49, τοὺς ... κοσμίους τοῖς ἤθεσι καὶ τῶν ἰδίων βίων ἐπιμελουμένους Theopomp.Hist.225, cf. Hsch., en v. pas. δεῖ τὸν υἱὸν τοῦ ἀνθρώπου ... ἀποδοκιμασθῆναι ἀπὸ τῶν πρεσβυτέρων Eu.Luc.9.22, cf. Eu.Marc.8.31, θέλων κληρονομῆσαι τὴν εὐλογίαν ἀπεδοκιμάσθη Ep.Hebr.12.17, ἐὰν ἀποδοκιμασθῶ, ἐμισήσατε Ign.Rom.8.3
•de animales ἵππον X.Eq.Mag.1.13, PCair.Isidor.72.38 (IV d.C.), χοιρίδια PCair.Isidor.44.9 (IV d.C.)
•de abstr. νόμους X.Mem.4.4.14, τὰς διαθήκας Is.1.35, τὰς τέχνας καὶ τὰς ἐπιστήμας καὶ τὰς δυνάμεις Isoc.12.30, τοὺς λόγους Isoc.8.40, τὸν λόγον A.D.Coni.239.23, τὴν (τοῦ αὐλοῦ) χρῆσιν ἐκ τῶν νέων Arist.Pol.1341a26, cf. 37 (en v. pas.), τὴν τοιαύτην διατριβήν Timocl.8, τὴν ἐπιβολήν Plb.5.35.12, τὸν καθοπλισμόν Plb.18.28.9, τὴν πρᾶξιν Plu.2.91a, τὸ πρᾶγμα Plu.2.707c, τὰ πρὸς ἡδονὴν τῶν μελῶν Aristid.Quint.60.12, τὸ γράμμα Eus.Marcell.2.4
•en v. pas. PGiss.47.16 (II d.C.)
•rechazar por falso ἀργύρων Thphr.Char.4.13, fig. en v. pas. ἀργύριον ἀποδεδοκιμασμένον καλέσατε αὐτούς, ὅτι ἀπεδοκίμασεν αὐτοὺς κύριος LXX Ie.6.30
•despreciar τὰ αὑτῆς Arist.HA 618a17.
II c. inf.
1 juzgar indigno, rechazar la idea de τὸ δοκεῖν ἐπιβουλεύειν σε τοῖς Ἕλλησιν Isoc.5.75, τὸ μὲν περιελέσθαι αὐτῶν τὰ ὅπλα καὶ ἀπολέμους ποιῆσαι X.Cyr.8.1.47, τὸ μὲν ἀπ' ἐξουσίας χρώμενον διατελεῖν ἅπαν I.AI 15.321
•impedir εἰ δὲ ἀμετάβλητον βούλεται εἶναι τὸν τόπον, οὐκ ἂν τὸ διάστημα διὰ τὸ ἀμετάβλητον εἶναι ἀπεδοκίμαζε τόπον εἶναι τῶν φυσικῶν σωμάτων Phlp.in Ph.584.26.
2 juzgar, concluir καὶ ὡς ἐκεῖνα, οὕτω καὶ ταῦτα ... ἀποδοκιμάζομεν ἁρμόττειν ἐκείνοις τοῖς πράγμασιν Dam.Pr.117.
English (Strong)
from ἀπό and δοκιμάζω; to disapprove, i.e. (by implication) to repudiate: disallow, reject.
English (Thayer)
(see δοκιμάζω); 1st aorist ἀπεδοκίμασα; passive, 1st aorist ἀπεδοκιμασθην; perfect participle ἀποδεδοκιμασμενος; to disapprove, reject, repudiate: מָאַס in Psalm 118>); Herodotus 6,130 down.)
Greek Monolingual
(AM ἀποδοκιμάζω)
δεν εγκρίνω κάτι, το απορρίπτω μετά από έλεγχο
νεοελλ.
1. κατακρίνω, ψέγω
2. εκφράζω έντονα την απαρέσκεια μου για κάτι («ο κόσμος αποδοκίμασε τον φονιά»)
αρχ.-μσν.
δοκιμάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο - + δοκιμάζω
Το απλό ρ. δοκιμάζω (< δοκιμή) σημαίνει την αποδοχή κατόπιν δοκιμής. Η σημασία της αποδοχής αίρεται στη σύνδεση με το προρρηματικό απο- (σε αντίθεση προς σύνθετα, όπως το απο-δέχομαι, όπου η παρουσία του προρρηματικού δεν αίρει, αλλά επιτείνει τη σημ. του ρήματος: αποδέχομαι = δέχομαι πλήρως, απολύτως), που έτσι φτάνει στη σημασία του «απορρίπτω»].
Greek Monotonic
ἀποδοκῐμάζω: μέλ. -άσω, απορρίπτω κατόπιν εξέτασης ή δοκιμασίας· απορρίπτω υποψήφιο λόγω έλλειψης των αναγκαίων προσόντων, σε Ηρόδ., Αττ.· γενικά, απορρίπτω κάτι ως ανάξιο λόγου ή ως ακατάλληλο, σε Πλάτ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδοκῐμάζω:
1) отвергать за непригодностью, отклонять (τινά и τι Her., Lys., Xen., Plat., Arst., Dem., Plut.);
2) исключать из списков (ἀποδεδοκιμασμένοι ἐκ τῶν ἀκοντιστῶν Xen.).
Middle Liddell
to reject on scrutiny, to reject for want of qualification, Hdt., attic:—generally, to reject as unworthy or unfit, Plat., Xen.
Chinese
原文音譯:¢podokim£zw 阿坡-多企馬索
詞類次數:動詞(9)
原文字根:從-看來好像(檢驗) 相當於: (מָאַס / נָמֵס)
字義溯源:不贊成,拒絕,宣告無用,棄,棄絕;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(δοκιμάζω / δοκιμασία)=試驗)組成;其中 (δοκιμάζω / δοκιμασία)出自(δόκιμος)=可接受的),而 (δόκιμος)出自(δοκέω)*=想)。這字的字義:拒絕,棄絕。在九次的出現中,五次用來描述那引用( 詩118:22)所說的:匠人所‘棄’的石頭,已成了房角的頭塊石頭。在( 徒4:11)也引同樣經文,不過那裏不用(ἀποδοκιμάζω)=棄),而用(ἐξουθενέω / ἐξουθενόω)=藐視,棄)
出現次數:總共(9);太(1);可(2);路(3);來(1);彼前(2)
譯字彙編:
1) 棄絕(3) 可8:31; 路9:22; 路17:25;
2) 所棄的(2) 太21:42; 彼前2:7;
3) 棄的(2) 可12:10; 路20:17;
4) 所棄(1) 彼前2:4;
5) 竟被棄絕(1) 來12:17