ἠμάτιος: Difference between revisions

From LSJ

Χριστῷ συνεσταύρωμαι· ζῶ δὲ οὐκέτι ἐγώ, ζῇ δὲ ἐν ἐμοὶ Χριστός· ὃ δὲ νῦν ζῶ ἐν σαρκί, ἐν πίστει ζῶ τῇ τοῦ υἱοῦ τοῦ θεοῦ τοῦ ἀγαπήσαντός με καὶ παραδόντος ἑαυτὸν ὑπὲρ ἐμοῦ → I've been nailed to the cross with the Anointed One. But I live, no longer as me; it's the Anointed One who lives in me! The life that I'm now living in the flesh, I'm living in the Faith of the son of God, who loved me and gave himself over for my sake. (Galatians 2:20)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "ά˘" to "ᾰ́")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἠμά˘τιος, η, ον [[ἦμαρ]]<br /><b class="num">I.</b> by day, Od.<br /><b class="num">II.</b> day by day, [[daily]], Il.
|mdlsjtxt=ἠμᾰ́τιος, η, ον [[ἦμαρ]]<br /><b class="num">I.</b> by day, Od.<br /><b class="num">II.</b> day by day, [[daily]], Il.
}}
}}

Revision as of 10:14, 4 February 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠμάτιος Medium diacritics: ἠμάτιος Low diacritics: ημάτιος Capitals: ΗΜΑΤΙΟΣ
Transliteration A: ēmátios Transliteration B: ēmatios Transliteration C: imatios Beta Code: h)ma/tios

English (LSJ)

[ᾰ], η, ον, (ἦμαρ) poet. for ἡμερήσιος, A by day, ἠματίη μὲν δφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν, νύκτας δ' ἀλλύεσκεν Od.2.104, cf. 19.149; ἠμάτιαι σπεύδουσι [μέλισσαι] Hes.Th.597; ἠμάτιον φέγγος, i.e. the sun, AP9.651 (Paul. Sil.). 2 day by day, daily, Il.9.72.

German (Pape)

[Seite 1164] p. = ἡμερήσιος, bei Tage, am Tage; ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν, νύκτας δ' ἀλλύεσκεν Od. 2, 204; μέλισσαι ἠμάτιαι σπεύδουσι Hes. Th. 597; φέγγος, das Tageslicht, Paul. gil. 64 (IX, 651); Ggstz ἔννυχος, Arat. 580. – Aber Il. 9, 71, τὸν νῆες Ἀχαιῶν ἠμάτιαι Θρῄκηθεν ἐπ' εὐρέα πόντον ἄγουσιν, ist es = täglich.

Greek (Liddell-Scott)

ἠμάτιος: ᾰ, α, ον, (ἦμαρ) ποιητ. ἀντὶ ἡμερήσιος, ἐν καιρῷ ἡμέρας, ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστόν, νύκτας δ’ ἀλλύεσκεν Ὀδ. Β. 104, πρβλ. Τ. 149· ἠμάτιαι σπεύδουσι μέλισσαι Ἡσ. Θ. 597· ἠμ. φέγγος, ὅ ἐ. ὁ ἥλιος, Ἀνθ. Π.. 9. 651. 2) καθ’ ἑκάστην ἡμέραν, Ἰλ. Ι. 72.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
1 qui se fait pendant le jour;
2 de chaque jour.
Étymologie: ἦμαρ.

English (Autenrieth)

by day, Od. 2.104; daily, Il. 9.72.

Greek Monolingual

ἠμάτιος, -ίη, -ον (Α)
(ποιητ. τ. του ημερήσιος)
1. αυτός που γίνεται κατά τη διάρκεια της ημέρας («ἠματίη μὲν ὑφαίνεσκεν μέγαν ἱστὸν νύκτας δ' ἀλλύεσκεν», Ομ. Οδ.)
2. αυτός που γίνεται κάθε μέρα, ο καθημερινός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήμαρ, -τος «μέρα»].

Greek Monotonic

ἠμάτιος: [ᾰ], -α, -ον (ἦμαρ),
I. ποιητ. αντί ἡμερήσιος, αυτός που συμβαίνει μέσα στο χρονικό διάστημα της ημέρας, σε Ομήρ. Οδ.
II. μέρα με τη μέρα, καθημερινά, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἠμάτιος: (ᾰ)
1) дневной (φέγγος Anth.);
2) работающий днем (μέλισσαι Hes.): ἠματίη ὑφαίνεσκεν ἱστόν Hom. днем (Пенелопа) ткала полотно;
3) ежедневный: οἶνος, τὸν νῆες ἠμάτιαι ἄγουσιν Hom. вино, которое корабли ежедневно привозят.

Middle Liddell

ἠμᾰ́τιος, η, ον ἦμαρ
I. by day, Od.
II. day by day, daily, Il.