υπέρχομαι: Difference between revisions
δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινήσω → give me a place to stand and I will move the earth, give me a place to stand and I'll move the earth, give me the place to stand and I shall move the earth, give me a place to stand and with a lever I will move the whole world, give me a firm spot to stand and I will move the world, give me a lever and a place to stand and I will move the earth, give me a fulcrum and I shall move the world
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ") |
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[περιέρχομαι]], τίθεμαι υπό την [[εξουσία]] κάποιου («τὸν αὐτὸν θεὸν ὑπιών», Πρόκλ.)<br /><b>2.</b> [[υιοθετώ]] («ὑπελθὼν τὴν πρὸς ἡμᾱς ὁμοίωσιν», Κύριλλ.)<br /><b>3.</b> [[δοκιμάζω]] [[εμπειρία]], [[αποκτώ]] [[εμπειρία]] («χρησίμην ὑπελθὼν τὴν οἰκονομίαν», Ευσ.)<br /><b>4.</b> [[αναλαμβάνω]], [[επιτελώ]] (α. | |mltxt=ΜΑ<br /><b>1.</b> [[περιέρχομαι]], τίθεμαι υπό την [[εξουσία]] κάποιου («τὸν αὐτὸν θεὸν ὑπιών», Πρόκλ.)<br /><b>2.</b> [[υιοθετώ]] («ὑπελθὼν τὴν πρὸς ἡμᾱς ὁμοίωσιν», Κύριλλ.)<br /><b>3.</b> [[δοκιμάζω]] [[εμπειρία]], [[αποκτώ]] [[εμπειρία]] («χρησίμην ὑπελθὼν τὴν οἰκονομίαν», Ευσ.)<br /><b>4.</b> [[αναλαμβάνω]], [[επιτελώ]] (α. «ὑπελθεῖν [[τοὔνομα]] καὶ τὸ [[ἔργον]]» — να αναλάβει τον τίτλο και το [[καθήκον]], Λιβάν.<br />β. «ὑπελθὼν ἑτέρου διαδοχήν», <b>Συνέσ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[έρχομαι]] ή [[πηγαίνω]] [[κάτω]] από [[κάτι]] («δοιοὺς σ' ἄρ' ὑπήλυθε θάμνους», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (για συναισθήματα) [[καταλαμβάνω]] αιφνιδιαστικά και απροσδόκητα (α. «Τρῶας δὲ [[τρόμος]] αἰνὸς ὑπήλυθε γυῑα», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «ὥσθ' ἵμερός μ' ὑπῆλθε», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>3.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[κολακεύω]], [[προσπαθώ]] να υποκλέψω την [[εύνοια]] κάποιου (α. «εἶδες οἷ' ὑπέρχεται», <b>Αριστοφ.</b><br />β. «ὑπερχόμενος δὴ βιώσει πάντας ἀνθρώπους καὶ δουλεύων», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>4.</b> [[παγιδεύω]], [[εξαπατώ]] (α. «[[λάθρα]] μ' ὑπελθών», <b>Σοφ.</b><br />«δόλῳ μ' ὑπῆλθες», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>5.</b> [[επιδιώκω]] [[κάτι]], [[προσπαθώ]] δόλια και [[κρυφά]] να επιτύχω [[κάτι]] («ὡς ὑπερχόμενον διὰ τῆς θαλάττης [[τυραννίδα]]», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>6.</b> (για στρατ. [[τμήμα]]) [[προχωρώ]] [[αργά]] [[μπροστά]] από άλλον<br /><b>7.</b> [[αποχωρώ]], [[αδειάζω]] τον χώρο («ὑπελθόντος τοῦ ἀέρος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>8.</b> (για εκκρίματα) [[εξέρχομαι]], [[βγαίνω]]<br /><b>9.</b> [[φοβάμαι]] («ὁ [[δῆμος]]... ἀδεῶς ζῇ καὶ οὐχ ὑπερχόμενος αὐτούς», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>10.</b> <b>φρ.</b> α) «[[ὑπέρχομαι]] ὑπὸ τὴν φορὰν [ή τὴν πληγὴν ή εἰς τὴν ὁδὸν] τοῦ ἀκοντίου» — [[μπαίνω]] στο [[βεληνεκές]] του ακοντίου <b>(Αντιφ.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὑπ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἔρχομαι]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:28, 26 March 2021
Greek Monolingual
ΜΑ
1. περιέρχομαι, τίθεμαι υπό την εξουσία κάποιου («τὸν αὐτὸν θεὸν ὑπιών», Πρόκλ.)
2. υιοθετώ («ὑπελθὼν τὴν πρὸς ἡμᾱς ὁμοίωσιν», Κύριλλ.)
3. δοκιμάζω εμπειρία, αποκτώ εμπειρία («χρησίμην ὑπελθὼν τὴν οἰκονομίαν», Ευσ.)
4. αναλαμβάνω, επιτελώ (α. «ὑπελθεῖν τοὔνομα καὶ τὸ ἔργον» — να αναλάβει τον τίτλο και το καθήκον, Λιβάν.
β. «ὑπελθὼν ἑτέρου διαδοχήν», Συνέσ.)
αρχ.
1. έρχομαι ή πηγαίνω κάτω από κάτι («δοιοὺς σ' ἄρ' ὑπήλυθε θάμνους», Ομ. Οδ.)
2. (για συναισθήματα) καταλαμβάνω αιφνιδιαστικά και απροσδόκητα (α. «Τρῶας δὲ τρόμος αἰνὸς ὑπήλυθε γυῑα», Ομ. Ιλ.
β. «ὥσθ' ἵμερός μ' ὑπῆλθε», Ευρ.)
3. (για πρόσ.) κολακεύω, προσπαθώ να υποκλέψω την εύνοια κάποιου (α. «εἶδες οἷ' ὑπέρχεται», Αριστοφ.
β. «ὑπερχόμενος δὴ βιώσει πάντας ἀνθρώπους καὶ δουλεύων», Πλάτ.)
4. παγιδεύω, εξαπατώ (α. «λάθρα μ' ὑπελθών», Σοφ.
«δόλῳ μ' ὑπῆλθες», Ευρ.)
5. επιδιώκω κάτι, προσπαθώ δόλια και κρυφά να επιτύχω κάτι («ὡς ὑπερχόμενον διὰ τῆς θαλάττης τυραννίδα», Πλούτ.)
6. (για στρατ. τμήμα) προχωρώ αργά μπροστά από άλλον
7. αποχωρώ, αδειάζω τον χώρο («ὑπελθόντος τοῦ ἀέρος», Αριστοτ.)
8. (για εκκρίματα) εξέρχομαι, βγαίνω
9. φοβάμαι («ὁ δῆμος... ἀδεῶς ζῇ καὶ οὐχ ὑπερχόμενος αὐτούς», Ξεν.)
10. φρ. α) «ὑπέρχομαι ὑπὸ τὴν φορὰν [ή τὴν πληγὴν ή εἰς τὴν ὁδὸν] τοῦ ἀκοντίου» — μπαίνω στο βεληνεκές του ακοντίου (Αντιφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἔρχομαι.