σημειώνω: Difference between revisions
ταυτὶ γὰρ συκοφαντεῖσθαι τὸν Ἕκτορα ὑπὸ τοῦ Ὁμήρου → that is a false charge brought against Hector by Homer
m (Text replacement - "νῡν " to "νῦν ") |
m (Text replacement - "ταῡτα" to "ταῦτα") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=σημειῶ, -όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμειῶ Α [[σημεῖον]]<br /><b>1.</b> [[επιθέτω]] ή [[γράφω]] [[κάπου]] [[σημείο]] για [[αναγνώριση]] ή [[υπόμνηση]] (α. «σημείωσα όλα τα λάθη στο [[κείμενο]]» β. | |mltxt=σημειῶ, -όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμειῶ Α [[σημεῖον]]<br /><b>1.</b> [[επιθέτω]] ή [[γράφω]] [[κάπου]] [[σημείο]] για [[αναγνώριση]] ή [[υπόμνηση]] (α. «σημείωσα όλα τα λάθη στο [[κείμενο]]» β. «ταῦτα γὰρ νῦν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους», <b>Πολ.</b>)<br /><b>2.</b> [[υπολογίζω]] [[σοβαρά]] [[κάτι]], [[λαμβάνω]] υπ' όψιν [[κάτι]] ως αξιοσημείωτο και αξιόλογο (α. «σημείωσε ότι [[πρέπει]] να φυλάγεσαι από αυτόν» β. «ὁ [[δῆμος]] φαίνηται τοὺς καλοὺς κάγαθοὺς τῶν ἀνδρῶν σημειούμενος»)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κρατώ]] σημειώσεις, [[καταγράφω]] γεγονότα, πληροφορίες, λογαριασμούς (α. «σημείωσα τη διεύθυνσή του» β. «σημείωσα τον αριθμό του αυτοκινήτου της» γ. «σημείωσα τα έξοδα του [[μήνα]]»)<br /><b>2.</b> [[σημαδεύω]], [[τιμωρώ]] («να σέ σημειώσει ο Θεός»)<br /><b>3.</b> [[τονίζω]], [[υπογραμμίζω]], [[εξαίρω]] («[[πρέπει]] να σημειωθεί η ιδιαίτερη [[συνεισφορά]] του στην [[ανάπτυξη]] του προγράμματος»)<br /><b>4.</b> έχω ορισμένο [[αποτέλεσμα]], θετικό ή αρνητικό (α. «[[σημειώνω]] [[επιτυχία]]» — [[επιτυγχάνω]]<br />β. «[[σημειώνω]] πρόοδο» — [[προοδεύω]]<br />γ. «[[σημειώνω]] [[αποτυχία]]» — [[αποτυγχάνω]])<br /><b>5.</b> (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) [[σημειωμένος]], -<i>η</i>, -<i>ο</i><br />α) αυτός που έχει σωματικό [[ελάττωμα]], [[ανάπηρος]], [[σακάτης]], [[μισερός]]<br />β) [[σημαδεμένος]], μαρκαρισμένος<br />γ) [[γραμμένος]], [[γραπτός]], καταχωρισμένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[βάζω]] [[σφραγίδα]], [[σφραγίζω]]<br /><b>2.</b> [[δίνω]] [[σήμα]], [[σύνθημα]]<br /><b>3.</b> [[κάνω]] [[διάγνωση]] νόσου<br /><b>4.</b> (μέσ. και παθ.) <i>σημειοῦμαι</i>, -<i>όομαι</i><br />α) [[κρατώ]] [[σημείωση]] για προσωπική μου [[χρήση]], [[παρατηρώ]]<br />β) [[υπογράφω]]<br />γ) [[συμπεραίνω]] από κάποιο [[σημάδι]]<br />δ) [[γράφω]] σημειώσεις στο [[περιθώριο]] κειμένου<br /><b>5.</b> (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) <i>τὰ σεσημειωμένα</i><br />οι εξαιρέσεις. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:52, 25 July 2021
Greek Monolingual
σημειῶ, -όω, ΝΜΑ, και δωρ. τ. σαμειῶ Α σημεῖον
1. επιθέτω ή γράφω κάπου σημείο για αναγνώριση ή υπόμνηση (α. «σημείωσα όλα τα λάθη στο κείμενο» β. «ταῦτα γὰρ νῦν βεβημάτισται καὶ σεσημείωται κατὰ σταδίους», Πολ.)
2. υπολογίζω σοβαρά κάτι, λαμβάνω υπ' όψιν κάτι ως αξιοσημείωτο και αξιόλογο (α. «σημείωσε ότι πρέπει να φυλάγεσαι από αυτόν» β. «ὁ δῆμος φαίνηται τοὺς καλοὺς κάγαθοὺς τῶν ἀνδρῶν σημειούμενος»)
νεοελλ.
1. κρατώ σημειώσεις, καταγράφω γεγονότα, πληροφορίες, λογαριασμούς (α. «σημείωσα τη διεύθυνσή του» β. «σημείωσα τον αριθμό του αυτοκινήτου της» γ. «σημείωσα τα έξοδα του μήνα»)
2. σημαδεύω, τιμωρώ («να σέ σημειώσει ο Θεός»)
3. τονίζω, υπογραμμίζω, εξαίρω («πρέπει να σημειωθεί η ιδιαίτερη συνεισφορά του στην ανάπτυξη του προγράμματος»)
4. έχω ορισμένο αποτέλεσμα, θετικό ή αρνητικό (α. «σημειώνω επιτυχία» — επιτυγχάνω
β. «σημειώνω πρόοδο» — προοδεύω
γ. «σημειώνω αποτυχία» — αποτυγχάνω)
5. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) σημειωμένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει σωματικό ελάττωμα, ανάπηρος, σακάτης, μισερός
β) σημαδεμένος, μαρκαρισμένος
γ) γραμμένος, γραπτός, καταχωρισμένος
αρχ.
1. βάζω σφραγίδα, σφραγίζω
2. δίνω σήμα, σύνθημα
3. κάνω διάγνωση νόσου
4. (μέσ. και παθ.) σημειοῦμαι, -όομαι
α) κρατώ σημείωση για προσωπική μου χρήση, παρατηρώ
β) υπογράφω
γ) συμπεραίνω από κάποιο σημάδι
δ) γράφω σημειώσεις στο περιθώριο κειμένου
5. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ.) τὰ σεσημειωμένα
οι εξαιρέσεις.